-
1 ζοφόπνοια
ζοφόπνοιαfem nom /voc sg -
2 ζοφόπνοια
ζοφό-πνοια, ἡ,A = ἡ ἀπὸ δύσεως πνοή, Sch.Il.21.334.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζοφόπνοια
-
3 ζοφόπνοια
ζοφό-πνοια, ἡ, Westwind -
4 Ζέφυρος
Ζέφῠρος, ὁ, anyA westerly wind,Βορέης καὶ Ζ., τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον Il.9.5
: coupled with Νότος, 21.334; opp. Εὖρος, Od.5.332, 19.206; Ζ. δυσαής, ἔφυδρος, 5.295, 14.458; ; but εὐδιεινὸς καὶ ἥδιστος ib. 943b21;ὁπότε νέφεα Ζ. στυφελίξῃ Il.11.305
; ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο θέοιμεν, of horses, 19.415; later, the due West wind, opp. ἀπηλιώτης, Arist.Mete. 363b12, cf.Mu. 394b26; but rather northwest in Id.Pol. 1290a19. (Prob. cogn. with ζόφος, cf. ζοφόπνοια.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ζέφυρος
См. также в других словарях:
ζοφόπνοια — ζοφόπνοια, ἡ (Α) η πνοή ανέμου από τη δύση, ο δυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + πνοια (< πνέω) πρβλ. ά πνοια, δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
ζοφόπνοια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… … Dictionary of Greek