Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζεύω

  • 1 ζεύω

    [зево] р. соединять

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζεύω

  • 2 запрягать

    запрягать, запрячь ζεύω
    * * *
    = запрячь

    Русско-греческий словарь > запрягать

  • 3 впрячь

    -ягу, -яжешь, -ягут, παρλθ. χρ. впряг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. впряженный, βρ: -жен, жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    ζεύγω, ζεύω•

    впрячь коня в телегу ζεύω το άλογο στο αμάξι.

    ζεύγομαι, ζεύομαι.
    εκφρ.
    впрячь в работу ή в дело – συμμετέχω αναπόσπαστα στη δουλειά, στην υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > впрячь

  • 4 заложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω•

    заложить мину τοποθετώ νάρκη•

    заложить ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό.

    || βάζω•

    куда-то я -ил письмо и никак не могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να το ορώ.

    || εμβάλλω, εμφυτεύω, μπάζω.
    2. εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο.
    3. βουλώνω, κλείνω•

    заложить дыру βουλώνω την τρύπα•

    заложить уши ватой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι.

    || εμποδίζω, φράζω. || γεμίζω καλύπτω•

    весь стол он -ил книгами όλο το τραπέζι αυτός το γέμισε με βιβλία, ή• μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    5. απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ’ αυτιά, μύτη, στήθος).
    6. θεμελιώνω, βάζω, ρίχνω τα θεμέλια•

    заложить первый камень βάζω τον θεμέλιο λίθο•

    заложить дом ρίχνω τα θεμέλια του σπιτιού.

    7. ζεύγω, ζεύω•

    заложить лошадей ζεύω τα άλογα.

    8. ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο•

    заложить дом βάζω ενέχυρο το σπίτι.

    εκφρ.
    заложить основу ή фундамент – βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)•
    заложить складку – κάνω πτυχή στο ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заложить

  • 5 запрячь

    κ. παλ. запречь, -рягу, -ряжешь, -рягут, παρλθ. χρ. запряг, -гла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. запрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запряженный, βρ: -жен, -жена, -жено, επιρ. μτχ. запрягши
    ρ.σ.μ.
    1. ζεύω•

    запрячь лошадей ζεύω τα άλογα.

    2. μτφ. παραφορτώνω, βάζω σε δύσκολη δουλειά•

    запрячь в работу στρώνω στη δουλειά.

    καταπιάνομαι με βαριά δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > запрячь

  • 6 перепрячь

    -ягу, -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. перепряг
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. перепрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепряженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ. ξανα-ζεύω ζεύω άλλο άλογο.

    Большой русско-греческий словарь > перепрячь

  • 7 спрячь

    -ягу, -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. спряг, -ла, -ло, παθ. μτχ. спряжённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ. ζεύω μαζί•

    спрячь коней ζεύω μαζί τα άλογα.

    ζεύομαι μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > спрячь

  • 8 закладывать

    закладывать
    несов
    1. (помещать, класть) βάζω /χώνω (засовывать):
    \закладывать ру́-ки в карманы βάζω τά χέρια στίς τσέπες·
    2. (заполнять) φράζω/ χτίζω (строительным материалом):
    \закладывать кирпичом окно́ φράζω τό παράθυρο μέ τοδ-βλα·
    3. (загромождать) γεμίζω, φορτώνω:
    \закладывать стол книгами γεμίζω τό τραπέζι μέ βιβλία·
    4. (отдавать в залог) ἐνεχυριάζω·
    5. (начинать постройку) βάζω τά θεμέλια (здание, памятник и т. п.)/ βάζω στά σκαριά (судно)·
    6. (лошадей) ζεύω, ζευγνυω. ζεΰγω· <> \закладывать страницу (в книге) βάζω σημάδι στή σελίδα· \закладывать складку κάνω -юи́р^ κανω πτυχή· \закладывать дверь на засо́в μανταλώνω τήν πόρτα.

    Русско-новогреческий словарь > закладывать

  • 9 запрягать

    запрягать
    несов прям., перен ζεύω, ζεύγω, ζευγνύω.

    Русско-новогреческий словарь > запрягать

  • 10 надергать

    надергать
    сов ξεριζώνω, βγάζω, μα· I ζεύω (ξεριζώνοντας):
    \надергать льну μαζεύω πολύ λινάρι· ◊ \надергать цитат разг μαζεύω τσιτάτα ἀπό δῶ κἰἀπό κεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > надергать

  • 11 сметать

    сметать I
    несов
    1. σαρώνω, σκουπίζω, ξεκαθαρίζω, παστρεύω:
    \сметать пыль с чего́-л. σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω·
    2. перен (уничтожать) ἀφανίζω, κάνω στάχτη, καταστρέφω:
    \сметать с лица́ земли́ ἐξαφανίζω ἀπ' τό πρόσωπο τής γής· \сметать все на своем пути́ ἐξοντώνω τά πάντα στό πέρασμα μου·
    3. (в кучу) σωριάζω, μα· ζεύω:
    \сметать весь мусор в угол μαζεύω ὀλα τά σκουπίδια στή γωνιά.
    сметать II
    сов см. сметывать.

    Русско-новогреческий словарь > сметать

  • 12 запрягать

    [ζαπριγκάτ"] ρ. ζεύω

    Русско-греческий новый словарь > запрягать

  • 13 запрягать

    [ζαπριγκάτ"] ρ ζεύω

    Русско-эллинский словарь > запрягать

  • 14 добрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. добрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добранный, βρ: -ран, -а к. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απομα-ζεύω, αποτελειώνω την περισυλλογή, τη συγκομιδή, τη συγκέντρωση•

    добрать ягоды αποκαρπολογώ, απομαζεύω τους καρπούς.

    2. παίρνω, προσλαμβάνω ώσπου, αποσυμπληρώνω.
    3. (τυπγρ.) τελειώνω τη στοιχειοθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > добрать

  • 15 корень

    -рня, πλθ. корни
    -ей α.
    1. ρίζα•

    пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•

    вырвать с -ем ξεριζώνω•

    корень зуба η ρίζα του δοντιού•

    -и волос οι ρίζες των μαλλιών.

    2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•

    корень зла η ρίζα του κακού.

    || παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.
    3. (γραμμ.) ρίζα•

    корень и окончание ρίζα και κατάληξη.

    4. (μαθ.) ρίζα•

    извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•

    кубический корень κυβική ρίζα.

    εκφρ.
    в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•
    в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•
    на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•
    - жизниβλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•
    запрячь (заложитьκ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•
    в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•
    смотреть (ή глядетьκ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•
    краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•
    подорвать (подрубить, подкоситьκ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια.

    Большой русско-греческий словарь > корень

  • 16 объездить

    -зжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объезженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. объехать (1 σημ.).
    2. συνηθίζω στη ζεύξη, σαμάρωμα, σέλωμα ζεύω, σαμαρώνω, σελώνω.

    Большой русско-греческий словарь > объездить

  • 17 пристегнуть

    ρ.σ.μ.
    1. κουμπώνω.
    2. ζεύω συμπληρωματικά ή παραπάνω.
    3. μτφ. (απλ.) προσθέτω•

    пристегнуть к рассказу ненужные подробности προσθέτω (βάζω) στο διήγημα άχρηστες λεπτομέρειες.

    1. κουμπώνομαι κλπ. ρ.μ.
    2. ενώνομαι• προστίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > пристегнуть

  • 18 свежий

    επ., βρ: свеж, -а, -о.
    1. φρέσκος, νωπός•

    -ее мясо φρέσκο κρέας•

    -ее масло το φρέσκο βούτυρο•

    -ие яйца φρέσκα αυγά.• -ая рыба φρέσκο ψάρι•

    -ие огурцы φρέσκα αγγουράκια.

    || αχρησιμοποίητος•

    -ие простыни φρεσκοπλυμένα σεντόνια•

    запрягать -их лошадей ζεύω ξεκούραστα άλογα.

    || καθαρός•

    выходить на свежий воздух βγαίνω στον καθαρό (φρέσκο) αέρα.

    || μτφ. αναζωογονεμένος, φρεσκάτος•

    я проснулся совсем свежий ξύπνησα εντελώς φρεσκάτος.

    2. κρυαδεράς, κρυούτσικος, ψυχρουτσι-κος•

    ночь была -а η νύχτα ήταν κρυαδερή.

    || νεαρός, τρυφερός•

    -ая листва φρέσκο φύλλωμα.

    || μτφ. με ζωντάνια• ζωηρός.
    3. γερός, με ευεξία.
    4. πρόσφατος (όχι παλαιός)•

    след φρέσκο ίχνος•

    -ая могила φρέσκος τάφος•

    свежий номер журнала τελευταίο νούμερο του περιοδικού•

    -ие новости οι τελευταίες ειδήσεις.

    || καινούριος, νέος, άγνωστος, πρω-τοείδωτος, πρωτοφανέρωτος.

    Большой русско-греческий словарь > свежий

  • 19 хомутать

    ρ.δ.μ. (απλ.)• βάζω λαιμαριά στο ζώο• ζεύω.
    μου περνιέται λαιμαριά• ζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > хомутать

См. также в других словарях:

  • ζεύω — ζεύω, έζεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζεύω — και ζέβω και ζεύγω (Μ ζεύω) ενώνω τοποθετώντας κάτω από τον ζυγό νεοελλ. 1. φρ. α) «ζεύω στη δουλειά» εξαναγκάζω κάποιον να εργαστεί β) «ζεύομαι στη δουλειά» στρώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με κάποια εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • ζεύω — έζεψα, ζεύτηκα, ζεμένος 1. θέτω στο ζυγό: Έζεψε τα βόδια. – Έζεψε το κάρο. 2. εξαναγκάζω κάποιον να εργαστεί: Τον έζεψε στη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζέφω — και ζένω 1. βρομώ, ζέχνω 2. ζεύω, βάζω στον ζυγό («ζέφω το βόδι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. ζέφω ή ζένω με τη σημ. 1 βλ. λ. ζέχνω, ενώ με τη σημ. 2. πρόκειται για σχηματισμό κατά τα ρήματα σε φω (πρβλ. γράφω, τρέφω κ.ά.) τού ρ. ζεύω] …   Dictionary of Greek

  • μεταζεύγνυμι — (ΑM) λύνω άλογο από τον ζυγό και τό ζεύω σε άλλη άμαξα («ὁμοῡ δὲ τοῡ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] …   Dictionary of Greek

  • παραζεύγνυμι — και παραζευγνύω ΜΑ ζεύω μαζί αρχ. 1. ενώνω κάποιον μαζί με άλλον, παντρεύω («χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον παραζευγνύναι», Ευρ) 2. τοποθετώ πολύ κοντά σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», Ευρ.) 3. συντροφεύω, ζευγαρώνω («παραζευγνυμένων… …   Dictionary of Greek

  • περιζεύγνυμι — Α ζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζεύγνυμι «ζεύω»] …   Dictionary of Greek

  • άζευτος — η, ο [ζεύω] 1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος 2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος 3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος …   Dictionary of Greek

  • αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… …   Dictionary of Greek

  • ενζεύγνυμι — ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) [ζεύγνυμι] 1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω 2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τόν εμπλέκω μέσα σε… …   Dictionary of Greek

  • επιζεύγνυμι — ἐπιζεύγνυμι και επιζευγνύω (Α) 1. συνδέω στην άνω πλευρά («τοὺς κίονας τοῑς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», Πλούτ.) 2. δένω σφιχτά 3. δένω (τον ζυγό) 4. συνάπτω 5. περιλαμβάνω, περικλείω 6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ έπεζευγμένον η ελάσσων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»