-
1 вышпарить
ρ.σ.μ., προστκ. вышпари, κ. вышпарь (απλ.).1. ζεματίζω για κάθαρση•вышпарить бочку ζεματίζω το βαρέλι.
2. καταστρέφω•вышпарить клопов ζεματίζω τους κοριούς.
-
2 обжечь
-
3 обваривать
обвариватьнесов, обварить сов1. (обдавать кипятком) ζεματίζω, περιχύνω μέ ζεματιστό νερό·2. (обжигать кипятком, паром) καίγω, ζεματίζω, ζεματώ. -
4 выкипятить
-ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкипяченный, βρ: -чей, -а, -оρ.σ.μ.βράζω, ζεματίζω•выкипятить белье ζεματίζω τα ρούχα•
выкипятить шприц βράζω τη σύριγγα.
βράζω, ζεματίζομαι. -
5 ошпарить
ρ.σ.μ. ζεματίζω, καίω με καυτό νερό ή άλλο υγρό•ошпарить клопов ζεματίζω τους κοριούς•
она -ла руку αυτή έκαψε το χέρι με βραστό νερό.
ζεματίζομαι• καίγομαι. -
6 пропарить
ρ.σ.μ.1. ζεματίζω• κλιβανιζω.2. καθαρίζω με ατμό.3. ζεματίζω• καθαρίζω (για ένα χρον. διάστημα).ζεματίζομαι• κλιβανίζομαι (καθώς και για ένα χρον. διάστημα). -
7 шпарить
ρ.δ.1. ζεματίζω, καταστρέφω•шпарить клопов ζεματίζω τους κοριούς.
|| περιβρέχω με ζεστό νερό, μουσκεύω.2. καίω•шпарить руки καίω τα χέρια με καυτό νερό.
3. χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάτων με επιτακτική σημασία•шарь скорей за папиросами τρέξε γρήγορα για τσιγάρα•
шпарь домой τρέξε στο σπίτι•
никто не слушает, а он -ит дальше κανένας δεν τον ακούει, όμως αυτός προχωρεί παρακάτω.
-
8 выпаривать
выпариватьнесов, выпарить сов \. (очищать паром) ζεματίζω μέ ἀτμό· 2, хим. ἐξατμίζω, ἐξαερῶ. -
9 обдавать
обдаватьнесов, обдать сов1. (обливать, окатывать) περιχύνω, καταβρέχω:\обдавать кипятком ζεματίζω· \обдавать грязью καταλασπώνω· \обдавать презрением перен περιφρονώ κάποιον·2. безл:его́ о́бдало холодом τοῦ ήρθε ρίγος· его́ о́бдало волной τόν περέχυσε (или τόν κατάβρεξε) τό κῦμα -
10 ошпаривать
ошпариватьнесов, ошпарить сов ζεματίζω, ζεματώ. -
11 парить
парить Iнесов1. (белье, бочку и т. п.) κλιβανίζω, ζεματίζω·2. (репу и т. п.) τσιγαρίζω·3. безл:парит ἐχει πνιγηρή ἀτμόσφαιρα, ἐχει πνιγούρα.парить IIнесов πετώ, βρίσκομαι μετέωρος, ζυγίζομαι (στον ἀέρα):\парить в воздухе αίωροῦμαι, εἶμαι μετέωρος' ◊ \парить в облаках βρίσκομαι στά σύννεφα, φαντασιο-κοπῶ. -
12 шпарить
шпаритьнесов1. (кипятком) ζεματίζω, βουτώ σέ ζεματιστό νερό·2. (делать, говорить, бежать без остановки) разг κοπανώ. -
13 обваривать
[αμπβάριβατ'] ρ. ζεματίζω -
14 обдавать
[αμπνταβάτ*] ρ. περιχύνω, καταβρέχω, ζεματίζω -
15 ошпаривать
[ασπίάριβατ*] ρ. ζεματίζω -
16 шпарить
[σπάριτ"] ρ. ζεματίζω -
17 обваривать
[αμπβάριβατ'] ρ ζεματίζω -
18 обдавать
[αμπνταβάτ'] ρ περιχύνω, καταβρέχω, ζεματίζω -
19 ошпаривать
[ασπίάριβατ'] ρ ζεματίζω -
20 шпарить
[σπάριτ"] ρ ζεματίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζεματίζω — ζεματίζω, ζεμάτισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. ζεματάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… … Dictionary of Greek
ζεματίζω — ισα, ίστηκα, ζεματισμένος, η, ο, βλ. ζεματάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεματισιά — η [ζεματίζω] το αποτέλεσμα τού ζεματίζω, το ζεμάτισμα … Dictionary of Greek
ζεματάω — και ζεματίζω ζεμάτισα, ζεματίστηκα, ζεματισμένος 1. μτβ., προκαλώ εγκαύματα με ζεστό υγρό: Με ζεμάτισε το λάδι. 2. βράζω κάτι: Ζεματίζω τα χόρτα. 3. μτφ., προξενώ βλάβη σε κάποιον, κυρίως οικονομική: Η κατάθεση αυτού του μάρτυρα τον ζεμάτισε. –… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζεμάτιστος — η, ο [ζεματίζω] 1. (κυρίως για φαγητά) αυτός που δεν ζεματίστηκε, δεν περιχύθηκε με καυτό νερό, λάδι ή βούτυρο 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε βαριά ποινή, πρόστιμο, φορολογία ή εισφορά («κανείς δεν έμεινε αζεμάτιστος από τον έρανο») … Dictionary of Greek
ζεμάτισμα — το [ζεματίζω] 1. η περίχυση με βραστό υγρό ή η εμβάπτιση σε αυτό («το ζεμάτισμα τών μακαρονιών») 2. το έγκαυμα που προκαλείται όταν χυθεί βραστό υγρό στο δέρμα 3. το συναίσθημα που προκαλείται από κάψιμο («ζεμάτισμα που κάνει ο ήλιος σήμερα») 4.… … Dictionary of Greek
ζεματιστήρι — το [ζεματίζω] σκεύος που χρησιμεύει στο ζεμάτισμα … Dictionary of Greek
ζεματιστός — ή, ό (Μ ζεματιστός, ή, όν) [ζεματίζω] 1. αυτός που καίει πολύ, πολύ ζεστός, καυστικός («νερό ζεματιστό») 2. μτφ. καυτερός («τα δάκρυα της που πέφτανε ζεματιστά πάνω στα μάγουλά της», Νιρβ.). επίρρ... ζεματιστά με καυτερό τρόπο, με ζεματιστό τρόπο … Dictionary of Greek
ζεματώ — και ζεματάω [ζέμα] βλ. ζεματίζω … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek