-
1 πρό-μοιρος
πρό-μοιρος, vor dem Geschick; ϑάνατος, frühzeitig, Ael. bei Suid. νεολαία, s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως ϑανεῖν.
-
2 τρί-μοιρος
τρί-μοιρος, dreitheilig, dreifach, χλαῖνα, Aesch. Ag. 846.
-
3 τετρά-μοιρος
τετρά-μοιρος, viertheilig, zum vierten Theile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.
-
4 κακό-μοιρος
κακό-μοιρος, von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).
-
5 εὔ-μοιρος
-
6 δω-δεκά-μοιρος
δω-δεκά-μοιρος, zwölffach getheilt, poet. δυωδ.; σῆμα ἀφεγγέος ἠελίοιο, die Nacht, Antiphil. 17 (VII, 641).
-
7 δύς-μοιρος
δύς-μοιρος, = δύςμορος, Soph. O. C. 528, nach 1 cod. u. Metrum.
-
8 μεμψί-μοιρος
μεμψί-μοιρος, der über sein Schicksal klagt, mit seinem Loose nicht zufrieden ist, der immer klagt, verdrießlich ist; vom Alter Isocr. 12, 8 δυςάρεστον, μικρολόγον, μεμψίμοιρον, ὥςτε πολλάκις ἤδη τὴν φύσιν τὴν ἐμαυτοῦ κατεμεμψάμην; Sp. oft, wie Luc. bis accus. 2 Tim. 13. Eine Comödie des Antidotus hieß ἡ μ., Ath. XIV, 656 e. – Adv., Poll. 3, 139.
-
9 δι-πλασι-επι-δί-μοιρος
δι-πλασι-επι-δί-μοιρος, Gaudent. p. 13, = folgdm.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δι-πλασι-επι-δί-μοιρος
-
10 δί-μοιρος
δί-μοιρος, doppelt getheilt, doppelt; Aesch. Spt. 832; vgl. Suppl. 1056; – τὸ δίμοιρον, eine halbe Drachme, = 5 Obolen, Plat. Ax. 366 c; ein halbes Pfund, Plut. C. Graech. 17.
-
11 μονό-μοιρος
μονό-μοιρος, erkl. Hesych. αὐτόμοιρος.
-
12 θεό-μοιρος
θεό-μοιρος, des Göttlichen theilhaft, Phot. 347, 7.
-
13 αὐτό-μοιρος
αὐτό-μοιρος ( μοῖρα), Soph. frg. 249 bei Hesych., erkl. μονόμοιρος, ein eigenthümliches Geschick habend.
-
14 ἀ-μεμψί-μοιρος
ἀ-μεμψί-μοιρος, nicht unzufrieden mit seinem Geschick, M. Ant. 5, 5.
-
15 ὀλβιό-μοιρος
ὀλβιό-μοιρος, = ὀλβιοδαίμων, Orph. II. öfter.
-
16 ἄ-μοιρος
ἄ-μοιρος, ohne Antheil ( μοῖρα), entbehrend, τινός, bes. eines Gutes, Aesch. Spt. 715; Eum. 333; Soph. Al 1306; Ant 1058; Eur. Phoen. 613. Ebenso Plat., τῶν καλῶν καὶ ἀγαϑῶν Conv. 202 d; ὕβρεως ἄμ., frei von, 181 c; λόγοι ἄμ. πράξεων Dem. 11, 23; ohne cas., unglücklich, Plat. Legg. IX, 878 b Conv. 197 d.
-
17 ἐπι-δί-μοιρος
ἐπι-δί-μοιρος, dass., Clem. Al. strom. 6 p. 658.
-
18 ἐπί-μοιρος
ἐπί-μοιρος, theilhaftig, fähig, τινός, Stob. flor. 103, 27 aus Eurypham.
-
19 ὑπο-μεμψί-μοιρος
ὑπο-μεμψί-μοιρος, etwas unzufrieden mit seinem Schicksale, Cic. Att. 6, 1.
-
20 ἑξηκοντά-μοιρος
ἑξηκοντά-μοιρος, aus 60 Theilen bestehend, Schol., Arat. 81.
См. также в других словарях:
καρμίρης — ο 1. φιλάργυρος, τσιγκούνης, μίζερος 2. δύστροπος στις πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρί μοιρος < καρί, δοτ. τού Καρ με μτφ. σημ. «τιποτένιος» + μοιρος < μοίρα (πρβλ. δύσ μοιρος, κακό μοιρος)] … Dictionary of Greek
επίμοιρος — ἐπίμοιρος, ον (Α) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δί μοιρος, μεμψί μοιρος)] … Dictionary of Greek
εσχατόμοιρος — ἐσχατόμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + μοιρος < μοίρα (πρβλ. ά μοιρος, μεμψί μοιρος)] … Dictionary of Greek
θεόμοιρος — θεόμοιρος, ον (Α) αυτός που μετέχει στη θεία φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρος (< μοίρα), πρβλ. ά μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον … Dictionary of Greek
κακόμοιρος — η, ο (AM κακόμοιρος, ον) αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος. επίρρ... κακόμοιρα άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
καλόμοιρος — η, ο (Μ καλόμοιρος, ον) καλότυχος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος, μονό μοιρος] … Dictionary of Greek
ολβιόμοιρος — ὀλβιόμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος] … Dictionary of Greek
πλανησίμοιρος — ον, Α αυτός που μοιραία προξενεί περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< πλάνησις + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μεμψί μοιρος] … Dictionary of Greek
ταχύμοιρος — ον, Α ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
τετράμοιρος — ον, Α αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκά μοιρος] … Dictionary of Greek