-
1 εύοπλος
-
2 εὔοπλος
-
3 ευοπλος
2хорошо вооруженный, оснащенный боевыми средствами -
4 εὔοπλος
A well-armed, well-equipped, Ar.Ach. 592; λόχος, πόλις, X. HG4.2.5 ([comp] Sup.), Hier.11.3;τῶν ζψων τὰ ἄρρενα -ότερα Arist.HA 538b4
.II ([etym.] ὁπλή) with good hoofs, Poll.1.194.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔοπλος
-
5 εὔοπλος
-
6 ευοπλοτάτω
εὔοπλοςwell-armed: masc /neut nom /voc /acc superl dualεὔοπλοςwell-armed: masc /neut gen superl sg (doric aeolic) -
7 εὐοπλοτάτω
εὔοπλοςwell-armed: masc /neut nom /voc /acc superl dualεὔοπλοςwell-armed: masc /neut gen superl sg (doric aeolic) -
8 ευοπλοτάτων
-
9 εὐοπλοτάτων
-
10 ευοπλότατον
-
11 εὐοπλότατον
-
12 εύοπλον
-
13 εὔοπλον
-
14 θιασος
ὅ1) торжественное шествие в честь божества, преимущ. Вакха2) группа, сонм, сборище(Μουσῶν Arph.; ἡλίκων Eur.)
3) шумная толпа(Κενταυρικὸς καὴ Σατυρικός Plat.; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων Plut.)
θ. εὔοπλος Eur. — вооруженное до зубов полчище4) празднество, пирушка Plut. -
15 ευοπλοτάτην
-
16 εὐοπλοτάτην
-
17 ευοπλοτάτοις
-
18 εὐοπλοτάτοις
-
19 ευοπλοτάτους
-
20 εὐοπλοτάτους
См. также в других словарях:
εὔοπλος — well armed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύοπλος — (I) εὔοπλος, ον (Α) 1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.) 2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.) 3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
εὐοπλοτάτω — εὔοπλος well armed masc/neut nom/voc/acc superl dual εὔοπλος well armed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοπλοτάτων — εὔοπλος well armed fem gen superl pl εὔοπλος well armed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοπλότατον — εὔοπλος well armed masc acc superl sg εὔοπλος well armed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔοπλον — εὔοπλος well armed masc/fem acc sg εὔοπλος well armed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοπλοτάτην — εὔοπλος well armed fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοπλοτάτοις — εὔοπλος well armed masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοπλοτάτους — εὔοπλος well armed masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοπλότατοι — εὔοπλος well armed masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοπλότατος — εὔοπλος well armed masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)