Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὔοπλος

См. также в других словарях:

  • εὔοπλος — well armed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύοπλος — (I) εὔοπλος, ον (Α) 1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.) 2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.) 3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • εὐοπλοτάτω — εὔοπλος well armed masc/neut nom/voc/acc superl dual εὔοπλος well armed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοπλοτάτων — εὔοπλος well armed fem gen superl pl εὔοπλος well armed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοπλότατον — εὔοπλος well armed masc acc superl sg εὔοπλος well armed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔοπλον — εὔοπλος well armed masc/fem acc sg εὔοπλος well armed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοπλοτάτην — εὔοπλος well armed fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοπλοτάτοις — εὔοπλος well armed masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοπλοτάτους — εὔοπλος well armed masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοπλότατοι — εὔοπλος well armed masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοπλότατος — εὔοπλος well armed masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»