-
1 ευκομπος
См. также в других словарях:
εύκομπος — εὔκομπος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»] … Dictionary of Greek
εὔκομπος — loud sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκομπον — εὔκομπος loud sounding masc/fem acc sg εὔκομπος loud sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόμποις — εὔκομπος loud sounding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek