-
1 ευγραμμον
См. также в других словарях:
εὔγραμμον — εὔγραμμος well designed masc/fem acc sg εὔγραμμος well designed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὔγραμμος, ον) 1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές 2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα αρχ. 1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος ο καλλιγράφος … Dictionary of Greek