-
1 επηβολος
21) достигший, обретший, владеющий (чем-л.), располагающий(οὐ νηὸς οὐδ΄ ἐρετάων Hom.; ἐπιστέμης Plat.; δυοῖν μεγίστοιν ἀγαθοῖν Plut.)
ἐπῆβολον γενέσθαι τινός Hom., Arst.; — получить что-л., обладать чем-л.2) преисполненный, одержимый(τερπνῆς νόσου Aesch.)
ἐ. φρενῶν Aesch., Soph.; — находящийся в здравом уме;νῆσος θεῶν ἐ. Her. — хранимый богами остров3) обладающий способностью, весьма искусный(κλέψαι τι ἐπηβολώτατος Plut.)
4) подобающий, свойственный(γυναιξί Theocr.)
-
2 εμπορος
I2торговый, купеческий(ναῦς Diod.)
IIὅ1) прохожий, путник(τύμβος, σέβας ἐμπόρων Eur.)
2) путешественник Aesch., Soph., тж. пассажир наемного суднаεἶμι ἔ., οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος Hom. — я еду на чужом корабле, ибо нет у меня своего
3) торговец, купец (преимущ. ведущий заморскую и - в отличие от κάπηλος - оптовую торговлю) Her., Thuc., Plat., Arst.ἔ. περί τι Plat. и ἔ. τινος Anth. — торговец чем-л.;
κακὸς ἔ. βίου Eur. — дешево продающий свою жизнь -
3 εννοος
стяж. ἔννους 21) рассудительный, (благо)разумный(ἔ. καὴ φρενῶν ἐπήβολος Aesch.; ἔ. καὴ φρόνιμος ἀνήρ Plut.)
ἔννουν γεγονέναι Lys. — понять2) сознательныйγίγνεσθαι ἔ. Eur. — приходить в себя (ср. 1)
-
4 ευεπηβολος
-
5 μεγαλεπηβολος
См. также в других словарях:
επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ἐπήβολος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήβολος — having reached masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηβολώτατον — ἐπήβολος having reached masc acc superl sg ἐπήβολος having reached neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηβόλως — ἐπήβολος having reached adverbial ἐπήβολος having reached masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήβολον — ἐπήβολος having reached masc/fem acc sg ἐπήβολος having reached neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηβολώτατοι — ἐπήβολος having reached masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηβολώτατος — ἐπήβολος having reached masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηβόλοις — Ἐπήβολος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηβόλοις — ἐπήβολος having reached masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηβόλου — Ἐπήβολος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)