-
1 ευαχης
-
2 εὐαχής
1 sweet soundingεὐαχέα ὕμνον P. 2.14
-
3 εὐαχής
-
4 ευαχέα
-
5 εὐαχέα
-
6 ευηχης
-
7 εὐηχής
См. также в других словарях:
ευαχής — εὐαχής, ές (Α) δωρ. τ., βλ. ευηχής … Dictionary of Greek
εὐαχέα — εὐαχής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐαχής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευηχής — εὐηχής, ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. εὐαχής, ές) 1. ο εύηχος («εὐαχέα ὕμνον», Πίνδ.) 2. αυτός που παράγει αρμονική φωνή, ο εύφωνος («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχή ή *ήχος (το) «ήχος»] … Dictionary of Greek