Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐϑενοῦντα

См. также в других словарях:

  • εὐθενοῦντα — εὐθενέω thrive pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐθενέω thrive pres part act masc acc sg (attic epic doric) εὐθηνέω thrive pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐθηνέω thrive pres part act masc acc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθενοῦντ' — εὐθενοῦντα , εὐθενέω thrive pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐθενοῦντα , εὐθενέω thrive pres part act masc acc sg (attic epic doric) εὐθενοῦντι , εὐθενέω thrive pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) εὐθενοῦντι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… …   Dictionary of Greek

  • ευθενώ — εὐθενῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ. β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ. γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ. δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν ή θην (παράλληλος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»