-
1 ευφωνία
εὐφωνίᾱ, εὐφωνίαgoodness of voice: fem nom /voc /acc dualεὐφωνίᾱ, εὐφωνίαgoodness of voice: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐφωνίαι, εὐφωνίαgoodness of voice: fem nom /voc plεὐφωνίᾱͅ, εὐφωνίαgoodness of voice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευφωνια
-
3 εὐφωνία
Βλ. λ. ευφωνία -
4 εὐφωνίᾳ
Βλ. λ. ευφωνία -
5 ευφωνία
η1) хорошее, отчётливое произношение; 2) грам. благозвучие -
6 εὐφωνία
εὐφων-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφωνία
-
7 εὐφωνία
εὐ-φωνία, ἡ, schöne, gute Stimme; Wohllaut der Rede -
8 ευφωνίας
εὐφωνίᾱς, εὐφωνίαgoodness of voice: fem acc plεὐφωνίᾱς, εὐφωνίαgoodness of voice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 εὐφωνίας
εὐφωνίᾱς, εὐφωνίαgoodness of voice: fem acc plεὐφωνίᾱς, εὐφωνίαgoodness of voice: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ευφωνίαν
-
11 εὐφωνίαν
-
12 euphonia
-
13 sonoritas
-
14 vocalitas
-
15 благозвучие
η ευφωνία, η καλλιφωνία-ный εύφωνος, καλλίφωνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > благозвучие
-
16 звукопись
(литер., муз.) η ευφωνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звукопись
-
17 эвфония
литер. η ευφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эвфония
-
18 благозвучие
благозву́ч||ие, благозву́ч||ностьс, ж ἡ ἀρμονία, ἡ εὐφωνία. -
19 благозвучность
благозву́ч||ие, благозву́ч||ностьс, ж ἡ ἀρμονία, ἡ εὐφωνία. -
20 euphonia
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > euphonia
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐφωνία — εὐφωνίᾱ , εὐφωνία goodness of voice fem nom/voc/acc dual εὐφωνίᾱ , εὐφωνία goodness of voice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφωνίᾳ — εὐφωνίαι , εὐφωνία goodness of voice fem nom/voc pl εὐφωνίᾱͅ , εὐφωνία goodness of voice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφωνία — η (Α εὐφωνία) [εύφωνος] 1. διαύγεια, καθαρότητα στη φωνή, γλυκιά, μελωδική φωνή («οὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.) 2. γραμμ. η αρμονική αλληλουχία τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν … Dictionary of Greek
ευφωνία — η 1. καλή άρθρωση, καθαρή προφορά. 2. (γραμμ.), η αρμονική σειρά και θέση των φθόγγων που κάνει κάθε γλώσσα να ακούγεται ευχάριστα ή δυσάρεστα: Είναι χαρακτηριστική η ευφωνία της ιταλικής γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐφωνίας — εὐφωνίᾱς , εὐφωνία goodness of voice fem acc pl εὐφωνίᾱς , εὐφωνία goodness of voice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφωνίαν — εὐφωνίᾱν , εὐφωνία goodness of voice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»). επίρρ... ευφωνικώς και ά με ευφωνία, χάριν ευφωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ.… … Dictionary of Greek
Eufonie — Der Begriff Euphonie (griechisch ἐυφωνία (euphōnía): „gute/ schöne Stimme“ oder „Wohlklang“, auch Eufonie) bezeichnet in der Musik und in der Sprachwissenschaft einen Wohlklang oder Wohllaut. Ein Beispiel aus der deutschen Sprache ist das „t“ in… … Deutsch Wikipedia
Euphonie — Der Begriff Euphonie (griechisch ἐυφωνία (euphōnía): „gute/schöne Stimme“ oder „Wohlklang“, auch Eufonie) bezeichnet in der Musik , Literatur und Sprachwissenschaft/Linguistik einen Wohlklang oder Wohllaut.[1] Inhaltsverzeichnis 1 Beispiele für… … Deutsch Wikipedia
Wohlklang — Der Begriff Euphonie (griechisch ἐυφωνία (euphōnía): „gute/ schöne Stimme“ oder „Wohlklang“, auch Eufonie) bezeichnet in der Musik und in der Sprachwissenschaft einen Wohlklang oder Wohllaut. Ein Beispiel aus der deutschen Sprache ist das „t“ in… … Deutsch Wikipedia
богогласьныи — (17) пр. Проповедующий божественное учение: бл҃гыи же б҃ъ не попоусти ѥмоу отъити отъ страны се˫а... и пастоуха быти въ странѣ сеи б҃огласьныихъ овьць назнамена. ЖФП XII, 28г; сщ҃ны и б҃огла(с)ны ап(с)ли его [Иисуса Христа] оученици преданыѩ имъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)