Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐφωνία

См. также в других словарях:

  • εὐφωνία — εὐφωνίᾱ , εὐφωνία goodness of voice fem nom/voc/acc dual εὐφωνίᾱ , εὐφωνία goodness of voice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφωνίᾳ — εὐφωνίαι , εὐφωνία goodness of voice fem nom/voc pl εὐφωνίᾱͅ , εὐφωνία goodness of voice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφωνία — η (Α εὐφωνία) [εύφωνος] 1. διαύγεια, καθαρότητα στη φωνή, γλυκιά, μελωδική φωνή («οὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.) 2. γραμμ. η αρμονική αλληλουχία τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν …   Dictionary of Greek

  • ευφωνία — η 1. καλή άρθρωση, καθαρή προφορά. 2. (γραμμ.), η αρμονική σειρά και θέση των φθόγγων που κάνει κάθε γλώσσα να ακούγεται ευχάριστα ή δυσάρεστα: Είναι χαρακτηριστική η ευφωνία της ιταλικής γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐφωνίας — εὐφωνίᾱς , εὐφωνία goodness of voice fem acc pl εὐφωνίᾱς , εὐφωνία goodness of voice fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφωνίαν — εὐφωνίᾱν , εὐφωνία goodness of voice fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»). επίρρ... ευφωνικώς και ά με ευφωνία, χάριν ευφωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ.… …   Dictionary of Greek

  • Eufonie — Der Begriff Euphonie (griechisch ἐυφωνία (euphōnía): „gute/ schöne Stimme“ oder „Wohlklang“, auch Eufonie) bezeichnet in der Musik und in der Sprachwissenschaft einen Wohlklang oder Wohllaut. Ein Beispiel aus der deutschen Sprache ist das „t“ in… …   Deutsch Wikipedia

  • Euphonie — Der Begriff Euphonie (griechisch ἐυφωνία (euphōnía): „gute/schöne Stimme“ oder „Wohlklang“, auch Eufonie) bezeichnet in der Musik , Literatur und Sprachwissenschaft/Linguistik einen Wohlklang oder Wohllaut.[1] Inhaltsverzeichnis 1 Beispiele für… …   Deutsch Wikipedia

  • Wohlklang — Der Begriff Euphonie (griechisch ἐυφωνία (euphōnía): „gute/ schöne Stimme“ oder „Wohlklang“, auch Eufonie) bezeichnet in der Musik und in der Sprachwissenschaft einen Wohlklang oder Wohllaut. Ein Beispiel aus der deutschen Sprache ist das „t“ in… …   Deutsch Wikipedia

  • богогласьныи — (17) пр. Проповедующий божественное учение: бл҃гыи же б҃ъ не попоусти ѥмоу отъити отъ страны се˫а... и пастоуха быти въ странѣ сеи б҃огласьныихъ овьць назнамена. ЖФП XII, 28г; сщ҃ны и б҃огла(с)ны ап(с)ли его [Иисуса Христа] оученици преданыѩ имъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»