Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐτείχεος

См. также в других словарях:

  • εὐτείχεος — well walled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτείχεος — εὐτείχειος, ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος τού ευ τειχής για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • Εὐτείχεος — Εὐτείχης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτείχεον — εὐτείχεος well walled masc/fem acc sg εὐτείχεος well walled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτείχεα — εὐτείχεος well walled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτειχής — εὐτειχής, ές και ἐϋτειχής, ές (Α) εὐτείχεος* (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι τειχής, επτα τειχής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»