-
1 ευστοχίη
εὐστοχίαskill in shooting at a mark: fem nom /voc sg (epic ionic)——————εὐστοχίαskill in shooting at a mark: fem dat sg (epic ionic) -
2 εὐστοχίη
Βλ. λ. ευστοχίη -
3 εὐστοχίῃ
Βλ. λ. ευστοχίη -
4 λιθόβλητος
λῐθό-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόβλητος
-
5 παίγνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παίγνιος
См. также в других словарях:
εὐστοχίη — εὐστοχία skill in shooting at a mark fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχίῃ — εὐστοχία skill in shooting at a mark fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστοχία — η (ΑΜ εὐστοχία, Α και εὐστοχίη) [εύστοχος] 1. η δεξιότητα στην επιτυχία τού σκοπού, η επιτυχία βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», Ευρ. β. «ευστοχία πυροβόλου») 2. η επιδεξιότητα στο να παίρνει κάποιος τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται… … Dictionary of Greek