Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐσεβία

См. также в других словарях:

  • εὐσεβία — εὐσεβίᾱ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc/acc dual εὐσεβίᾱ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱ , εὐσεβία fem nom/voc/acc dual εὐσεβίᾱ , εὐσεβία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσεβία — εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) [ευσεβής] βλ. ευσέβεια …   Dictionary of Greek

  • εὐσεβίᾳ — εὐσεβίαι , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc pl εὐσεβίᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱͅ , εὐσεβία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίας — εὐσεβίᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem acc pl εὐσεβίᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱς , εὐσεβία fem acc pl εὐσεβίᾱς , εὐσεβία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίαν — εὐσεβίᾱν , εὐσέβεια reverence towards the gods fem acc sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱν , εὐσεβία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίαι — εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc pl εὐσεβίᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱͅ , εὐσεβία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυριακή — I Ημέρα της εβδομάδας. Η λέξη σημαίνει ημέρα του Κυρίου, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να αφιερώνουν στον Κύριο. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, η Κ. ήταν ημέρα αφιερωμένη μόνο στην Ανάσταση του Ιησού, γιατί οι χριστιανοί τηρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… …   Dictionary of Greek

  • ξένη — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. 2. Καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν ευγενής. Δραπέτευσε με δύο υπηρέτριες της τις παραμονές του γάμου της και πήγε στη Μύλασσα της Μικράς… …   Dictionary of Greek

  • εὐσεβιῶν — εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen pl εὐσεβία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίη — εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc sg (epic ionic) εὐσεβία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»