-
1 ευπτόητος
-
2 εὐπτόητος
-
3 ευπτοητος
-
4 εὐπτόητος
εὐπτόητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπτόητος
-
5 εὐπτόητος,
εὐ-πτόητος, u. εὐ-πτοίητος, leicht einzuschüchtern, schüchtern -
6 ευπτόητον
-
7 εὐπτόητον
-
8 ευπτοήτους
-
9 εὐπτοήτους
-
10 ευπτόητοι
-
11 εὐπτόητοι
См. также в других словарях:
ευπτόητος — εὐπτόητος, ον (ΑΜ) αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)] … Dictionary of Greek
εὐπτόητος — easily scared masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπτόητον — εὐπτόητος easily scared masc/fem acc sg εὐπτόητος easily scared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπτοήτους — εὐπτόητος easily scared masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπτόητοι — εὐπτόητος easily scared masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)