Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπτόητος

См. также в других словарях:

  • ευπτόητος — εὐπτόητος, ον (ΑΜ) αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)] …   Dictionary of Greek

  • εὐπτόητος — easily scared masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπτόητον — εὐπτόητος easily scared masc/fem acc sg εὐπτόητος easily scared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπτοήτους — εὐπτόητος easily scared masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπτόητοι — εὐπτόητος easily scared masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»