-
1 ευπορία
εὐπορίᾱ, εὐπορίαease: fem nom /voc /acc dualεὐπορίᾱ, εὐπορίαease: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐπορίαι, εὐπορίαease: fem nom /voc plεὐπορίᾱͅ, εὐπορίαease: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐπορία
εὐπορία, ας, ἡ (s. prec. entry; Thu. et al. in var. mngs.; LXX 4 Km 25:10 v.l. Oft. Aq., Philo, Joseph.) having the means for someth., ‘means’, then abundant means, prosperity (X., Demosth. et al.; cp. POxy 71 I, 17 οὐδεμία δέ μοι ἑτέρα εὐπορία ἐστὶν ἢ τὰ χρήματα ταῦτα; Jos., Bell. 7, 445; ἐν εὐ. βίου πολλοῦ TestAbr A 1 p. 78, 2 [Stone p. 4]) ἡ εὐ. ἡμῖν ἐστιν we get our prosperity Ac 19:25; another prob. mng. is easy means of earning a living.—M-M. Spicq. -
3 ευπορια
ἥ тж. pl.1) легкость, возможность, удобный случайὅτε πολλέ ὑμῖν εὐ. φαίνεται Xen. — если представится вам достаточная возможность;
ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Thuc. — (Антандр) был удобным местом для постройки кораблей;ἥ εὐ. τῆς τύχης Thuc. — успех, удача2) (необходимые) средства, припасыἡ εὐ. τοῦ καθ΄ ἡμέραν Thuc. и τοῦ βίου Plat. или αἱ εὐπορίαι τῆς τροφῆς Arst. — средства к существованию;
εὐ. τοῦ μυθεύματος Plut. — сюжет рассказа;ἥ παρ΄ ἀλλήλων εὐ. Isocr. — взаимная помощь3) обилие, множество(χρημάτων Xen.; ἀγαθῶν Arst.)
4) (тж. ἥ περὴ τὸν οἶκον εὐ. Plut.) (благо)состояние, богатство Xen., Plut., NT.οἱ ἐν ταῖς ἐμπορίαις Arst. = οἱ ἔμποροι
5) решение вопроса, устранение трудностей(ἥ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων ἐστί Arst.)
-
4 εὐπορία
εὐ-πορία, ἡ, der Zustand des εὔπορος (leichter, bequemer Weg), Leichtigkeit etwas zu tun; ναῦς γὰρ εὐπορία ἦν ποιεῖσϑαι αὐτόϑεν, man konnte dort leicht Schiffe bauen; αἱ εἰς τὸν βίον εὐπορίαι, der Unterhalt; ἡ εὐπορία ohne Zusatz = Lebensmittel, Zufuhr. Allgemeiner ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία, gegenseitige Unterstützung; τῆς τύχης, Gunst des Schicksals. Übh. Vermögen, Wohlhabenheit. Übertr., vom Geist, der ἀμηχανία, ἀπορία entggstzt -
5 εὐπορία
Βλ. λ. ευπορία -
6 εὐπορίᾳ
Βλ. λ. ευπορία -
7 εὐπορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εὐπορία
-
8 ευπορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ευπορία
-
9 ευπορία
η состоятельность, зажиточность -
10 εὐπορία
(благо)состояние, богатство, обилие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐπορία
-
11 ευπορία
[эвпориа] ουσ. θ. зажиточностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευπορία
-
12 ευπορία
[эвпориа] ουσ θ зажиточность. -
13 εὐπορία
A ease, facility, of doing a thing, c. inf., Emp.100.5;ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Th.4.52
: abs.,ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται X.An.7.6.37
: c. gen. rei, easy means of providing, ;τοῦ καθ' ἡμέραν Th.3.82
; also εὐ. ἐν τῇ τέχνῃ, ἐκ τῆς τέχνης, Lys.24.5;εὐ. τῆς τύχης Th.3.45
; εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους ποιεῖσθαι to make them a means of satisfying his brutal passions, Aeschin.1.107; ἡ παρ' ἀλλήλων εὐ. mutual assistance, Isoc.6.67.2 plenty, abundance, opp. πενίη, Democr. 101;χρημάτων X.HG4.8.28
; ; ἡ περὶ τὸν βίον εὐ. Isoc.12.7; ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐ. Arist.Pol. 1326b34: abs., welfare, X.Cyr.3.3.7; opp. ἀπορία, Arist.Pol. 1279b27: in pl., advantages, Isoc.15.253, D.5.8;εὐπορίαι προσόδων Arist.Pol. 1293a3
; ἀρουραίη εὐ. rustic wealth, AP9.373.6; μιῆς ὄϊος καὶ βοὸς εὐ. consisting of one sheep or ox, ib.149 (Antip.);ἡ Εὐ. θεά SIG1111
(Piraeus, iii A.D.).II opp. ἀπορία, solution of doubts or difficulties, Pl.Phlb. 15c; opp. ἀμηχανία, X.Oec.9.1;ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Arist.Metaph. 995a29
; resourcefulness, Hp.Off.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπορία
-
14 εὐ-πορία
εὐ-πορία, ἡ, der Zustand des εὔπορος (im eigtl. Sinne, leichter, bequemer Weg, wird es Empedocl. 253 u. Xen. An. 7, 6, 37 ὅτι πολλὴ ὑμῖν εὐπορία φαίνεται καὶ πλέετε ἔνϑα δὴ ἐπιϑυμεῖτε πάλαι erkl., Halbkart aber übersetzt frei, doch richtig: da sich euch die Aussicht eröffnet gut versorgt zu werden), Leichtigkeit Etwas zu thun; ναῦς γὰρ εὐπορία ἦν ποιεῖσϑαι αὐτόϑεν, man konnte dort leicht Schiffe bauen, Thuc. 4, 52; εὐπορία ἀνϑρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται Plat. Prot. 321 e, wie αἱ εἰς τὸν βίον εὐπορίαι, der Unterhalt, D. Hal.; ἡ εὐπορία ohne Zusatz = Lebensmittel, Zufuhr, Plut.; vgl. Poll. 1, 51. – Allgemeiner ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία, gegenseitige Unterstützung, Isocr. 6, 67; τῆς τύχης, Gunst des Schicksals, Thuc. 3, 45. Uebh. Vermögen, Wohlhabenheit, χρημάτων Xen. Hell. 4, 8, 28; Cyr. 3, 3, 7; Dem. u. a. Redner u. Sp., σταχύων ἄφϑονος εὐπ. Agath. 71 (XI, 365). Uebertr., vom Geist, der ἀμηχανία, ἀπορία entggstzt, wie εὐπορεῖν, Plat. Phil. 15 c; Arist. oft, z. B. Metaph. 2, 1, 2.
-
15 ευπορίας
εὐπορίᾱς, εὐπορίαease: fem acc plεὐπορίᾱς, εὐπορίαease: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 εὐπορίας
εὐπορίᾱς, εὐπορίαease: fem acc plεὐπορίᾱς, εὐπορίαease: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ευπορίαι
-
18 εὐπορίαι
-
19 благополучие
-
20 благосостояние
См. также в других словарях:
εὐπορία — εὐπορίᾱ , εὐπορία ease fem nom/voc/acc dual εὐπορίᾱ , εὐπορία ease fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορία — η (ΑΜ εὐπορία) [εύπορος] το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια νεοελλ. μσν. η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα») μσν. αρχ. η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να … Dictionary of Greek
εὐπορίᾳ — εὐπορίαι , εὐπορία ease fem nom/voc pl εὐπορίᾱͅ , εὐπορία ease fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορία — η η κατάσταση του εύπορου, άνεση υλική, ευημερία, πλούτος (αντίθ. απορία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπορίας — εὐπορίᾱς , εὐπορία ease fem acc pl εὐπορίᾱς , εὐπορία ease fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαι — εὐπορία ease fem nom/voc pl εὐπορίᾱͅ , εὐπορία ease fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαν — εὐπορίᾱν , εὐπορία ease fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποριῶν — εὐπορία ease fem gen pl εὐπορίζω supply fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαις — εὐπορία ease fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίη — εὐπορία ease fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίην — εὐπορία ease fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)