-
1 ευποιητικος
См. также в других словарях:
ευποιητικός — εὐποιητικός, ή, όν (Α) [ευποίητος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν η ευεργεσία 3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών … Dictionary of Greek
εὐποιητικός — disposed to do good masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικόν — εὐποιητικός disposed to do good masc acc sg εὐποιητικός disposed to do good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικοῖς — εὐποιητικός disposed to do good masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικοί — εὐποιητικός disposed to do good masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικούς — εὐποιητικός disposed to do good masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῆς — εὐποιητικός disposed to do good fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῇ — εὐποιητικός disposed to do good fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητική — εὐποιητικός disposed to do good fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικήν — εὐποιητικός disposed to do good fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποιητικῶς — εὐποιητικός disposed to do good adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)