-
1 ευπεριχυτος
См. также в других словарях:
ευπερίχυτος — εὐπερίχυτος, ον (Α) 1. αυτός που περιχέεται εύκολα 2. (κατ επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι χέω] … Dictionary of Greek
εὐπερίχυτον — εὐπερίχυτος easily diffused masc/fem acc sg εὐπερίχυτος easily diffused neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)