Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐμαθ-ής

См. также в других словарях:

  • κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • καταμφίζομαι — (Μ) [κατάμφω] αμφιταλαντεύομαι («καταμφίζεσθαι τοῑς λογισμοῑς», Ευμάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αντων. ἄμφω «και οι δύο, αμφότεροι» κατά τα ρ. σε ίζω, ίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • καταπαγιδεύω — (Μ) στήνω παγίδα σε κάποιον, συλλαμβάνω κάποιον σαν σε παγίδα («καταπαγιδεύω σε τοῑς χείλεσι», Ευμάθ.) …   Dictionary of Greek

  • ολοκυκλώ — ὁλοκυκλῶ, όω (Μ) [ολόκυκλος] (σχετικά με τη σελήνη) εμφανίζω ολόκυκλο, μετατρέπω σε πανσέληνο («σὺ δὲ μοι τὴν μηνοειδῆ σελήνην ὁλοκύκλωσον», Ευμάθ.) …   Dictionary of Greek

  • προαποδύομαι — ΜΑ μσν. γδύνομαι εκ τών προτέρων («προαπεδύσατο χιτῶνα», Ευμάθ.) αρχ. μτφ. αποβάλλω εκ τών προτέρων («προαποδυόμενος τά πάθη», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω κάτι από πάνω μου»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαραδίδωμι — Α [παραδίδωμι] παραδίδω κάποιον ακόμη («συμπαραδοῡναί με τῷ βυθῷ», Ευμάθ.) …   Dictionary of Greek

  • υποστέναγμα — άγματος, τὸ, Μ [ὑποστενάζω] μικρός στεναγμός («ἐρωτικὸν ὑποστέναγμα», Ευμάθ.) …   Dictionary of Greek

  • ωδίνημα — ήματος, τὸ, Μ [ὠδινῶ] γόνος, τέκνο, παιδί (« Απόλλωνος σπέρματα, ὠδίνημα γῆς», Ευμάθ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»