-
1 εὐμαθία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμαθία
-
2 εὐμάθεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμάθεια
-
3 εὐμαθής
A ready or quick at learning, opp. δυσμαθής, Pl. R. 486c, al.; τινος Id.Ep. 344a;πρός τι D.24.17
([comp] Comp.). Adv. -θῶς, παρακολουθεῖν Aeschin.1.116
: [comp] Comp. - έστερον Pl.Lg. 723a.II [voice] Pass., easy to learn or know, intelligible, A.Eu. 442, Arist.Rh. 1409b4; εὐ. φώνημα well-known, S.Aj.15; εὔγνωστα καὶ εὐ. X.Oec.20.14, cf. S.Tr. 614: [comp] Comp.,διήγησις Plb.14.12.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμαθής
См. также в других словарях:
κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
καταμφίζομαι — (Μ) [κατάμφω] αμφιταλαντεύομαι («καταμφίζεσθαι τοῑς λογισμοῑς», Ευμάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αντων. ἄμφω «και οι δύο, αμφότεροι» κατά τα ρ. σε ίζω, ίζομαι] … Dictionary of Greek
καταπαγιδεύω — (Μ) στήνω παγίδα σε κάποιον, συλλαμβάνω κάποιον σαν σε παγίδα («καταπαγιδεύω σε τοῑς χείλεσι», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek
ολοκυκλώ — ὁλοκυκλῶ, όω (Μ) [ολόκυκλος] (σχετικά με τη σελήνη) εμφανίζω ολόκυκλο, μετατρέπω σε πανσέληνο («σὺ δὲ μοι τὴν μηνοειδῆ σελήνην ὁλοκύκλωσον», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek
προαποδύομαι — ΜΑ μσν. γδύνομαι εκ τών προτέρων («προαπεδύσατο χιτῶνα», Ευμάθ.) αρχ. μτφ. αποβάλλω εκ τών προτέρων («προαποδυόμενος τά πάθη», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω κάτι από πάνω μου»] … Dictionary of Greek
συμπαραδίδωμι — Α [παραδίδωμι] παραδίδω κάποιον ακόμη («συμπαραδοῡναί με τῷ βυθῷ», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek
υποστέναγμα — άγματος, τὸ, Μ [ὑποστενάζω] μικρός στεναγμός («ἐρωτικὸν ὑποστέναγμα», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek
ωδίνημα — ήματος, τὸ, Μ [ὠδινῶ] γόνος, τέκνο, παιδί (« Απόλλωνος σπέρματα, ὠδίνημα γῆς», Ευμάθ.) … Dictionary of Greek