-
1 ευδιαβολως
в дурную сторону, в плохом смыслеεὐ. ἔχειν Dem. — быть оклеветанным, стать жертвой клеветы
См. также в других словарях:
εὐδιαβόλως — εὐδιάβολος easy to misrepresent adverbial εὐδιάβολος easy to misrepresent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάβολος — εὐδιάβολος, ον (Α) 1. ο ευδιάβλητος 2. (επίρρ. φρ.) «εὐδιαβόλως ἔχειν» το να έχει κάποιος διάθεση για κατηγορία, για διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά βολος «αυτός που διαβάλλει (ή και διαβάλλεται)» (< δια βάλλω)] … Dictionary of Greek