Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εὐαποσείστως

См. также в других словарях:

  • εὐαποσείστως — so as to be easily shaken off indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαπόσειστος — η, ο (Α εὐαπόσειστος, ον) αυτός που αποσείεται εύκολα, αυτός τον οποίο αποσείει κάποιος εύκολα («ο ζυγός τής δουλείας δεν είναι ευαπόσειστος»). επίρρ... εὐαποσείστως (Α) με ευαπόσειστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + (< απο σείω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»