Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐάγγελος

См. также в других словарях:

  • Εὐάγγελος — bringing good news masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐάγγελος — bringing good news masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάγγελος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του… …   Dictionary of Greek

  • Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος — (Τρίκαλα 1910 – 1990). Πολιτικός και συγγραφέας. Απόγονος του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Α. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Λοζάνη, ενώ παράλληλα έστελνε… …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόπουλος, Ευάγγελος — (Μυγδαλιά Αρκαδίας 1918 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, καθώς επίσης ποινικολόγος, συνταγματολόγος, αστικολόγος και εκδότης της νομικής εφημερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Μαμίας, Ευάγγελος — (Αθήνα 1902 – 1943). Ηθοποιός του θεάτρου. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1919 με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, με τον οποίο συνεργαζόταν έως το 1930. Από το 1931 έως το 1942 υπήρξε βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου, όπου κυρίως διακρίθηκε σε …   Dictionary of Greek

  • Παπανούτσος, Ευάγγελος — (Πειραιάς 1900 – Αθήνα 1982). Παιδαγωγός και φιλόσοφος. Σπούδασε θεολογία, φιλολογία, φιλοσοφία και παιδαγωγικά στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Βερολίνου, του Τίμπιγκεν και του Παρισιού. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση (1919 31). Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδης, Ευάγγελος — (Εκκλησοχώρι Ηπείρου 1882 – Άγιος Στέφανος Αττικής 1962).Συγγραφέας, καθηγητής της θεολογικής σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απόφοιτος της Αββακουμείου Ιερατικής Σχολής Ιωαννίνων και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διορίστηκε επόπτης των… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ευάγγελος — (Θεσσαλονίκη 1957 –). Νομικός και πολιτικός, καθηγητής του συνταγματικού δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σπούδασε στη νομική σχολή του ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο II του Παρισιού (Σορβόνη). Το… …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίδης, Ευάγγελος — (Αϊδίνι 1868 – Αθήνα 1942).Ζωγράφος. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά σύντομα το εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Μόναχο. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, συνέχισε τις σπουδές του για τρία χρόνια κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα. Εργάστηκε στη …   Dictionary of Greek

  • Κοροβάγκος, Ευάγγελος — (19ος αι.). Πρόκριτος του Λιτόχωρου και εθνικός αγωνιστής. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1854), έλαβε μέρος στην επανάσταση που ξέσπασε στη Θεσσαλία, με το Σώμα των Ολυμπίων. Διακρίθηκε επίσης στην επανάσταση της νότιας Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»