Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰσπράττω

  • 1 εισπράττω

    εἰσπράσσω
    get in: pres subj act 1st sg (attic)
    εἰσπράσσω
    get in: pres ind act 1st sg (attic)
    εἰσπρά̱ττω, εἰσπράσσω
    get in: pres subj act 1st sg (attic)
    εἰσπρά̱ττω, εἰσπράσσω
    get in: pres ind act 1st sg (attic)

    Morphologia Graeca > εισπράττω

  • 2 εἰσπράττω

    εἰσπράσσω
    get in: pres subj act 1st sg (attic)
    εἰσπράσσω
    get in: pres ind act 1st sg (attic)
    εἰσπρά̱ττω, εἰσπράσσω
    get in: pres subj act 1st sg (attic)
    εἰσπρά̱ττω, εἰσπράσσω
    get in: pres ind act 1st sg (attic)

    Morphologia Graeca > εἰσπράττω

  • 3 εισπράττω

    (αόρ. εισέπραξα) μετ.
    1) взимать, взыскивать; собирать, получать (деньги);

    εισπράττω τούς τόκους (τα ενοίκια) — взимать проценты (арендную, квартирную плату);

    εισπράττω επιταγή — получать деньги по переводу;

    2) инкассировать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εισπράττω

  • 4 εἰσπράττω

    (πραγ) (с 2 вин. п.) взыскиваю с кого что

    Ancient Greek-Russian simple > εἰσπράττω

  • 5 εισπρασσω

        атт. εἰσπράττω, староатт. ἐσπράττω тж. med. взимать, взыскивать, собирать
        

    (τινά τι Isocr., Plut.)

        εἰσεπέπρακτο τὰς χιλίας δραχμὰς ὑπό τινος Dem. — с него была взыскана кем-то тысяча драхм;
        μισθὸν εἰσπράττεσθαι τοὺς μανθάνοντας Luc. — брать плату с учащихся;
        κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο Eur. — он отплатил жестоко, но справедливо

    Древнегреческо-русский словарь > εισπρασσω

См. также в других словарях:

  • εισπράττω — εισπράττω, εισέπραξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εισπράττω — (AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω) 1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα 2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει») 3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα») 4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα τής κακίας μου»,… …   Dictionary of Greek

  • εισπράττω — είσπραξα και εισέπραξα, εισπράχτηκα, εισπραγμένος, μαζεύω χρήματα που οφείλονται, κάνω εισπράξεις (για λογαριασμό δικό μου ή άλλου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσπράττω — εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισπράττω — προεισπράσσω, ΝΑ [εισπράττω] νεοελλ. εισπράττω χρηματικό ποσό πριν να γίνει απαιτητό («προεισέπραξε δύο μισθούς») αρχ. εισπράττω χρήματα από οφειλέτη πριν από την καθορισμένη προθεσμία …   Dictionary of Greek

  • καπνολογώ — καπνολογῶ, έω (Μ) (στο Βυζάντιο) εισπράττω τον φόρο τών καπνοδόχων, εισπράττω το καπνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + λογῶ (< λόγος < λόγος), πρβλ. σταχυο λογώ, φορο λογώ] …   Dictionary of Greek

  • περισσοπρακτώ — έω, Μ εισπράττω περισσότερους από τους οφειλόμενους φόρους, εισπράττω παράνομα φόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + πρακτῶ (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. ευ πρακτῶ] …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • συναναπράσσω — Α εισπράττω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπράσσω «εισπράττω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεισπράσσω — και αττ. τ. συνεισπράττω Α [εἰσπράττω / σσω] εισπράττω χρήματα μαζί με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • χαρατσώνω — Ν [χαράτσι] 1. επιβάλλω και εισπράττω χαράτσι 2. μτφ. α) επιβάλλω και εισπράττω βαρείς φόρους ή υπέρογκα πρόστιμα β) αποσπώ χρήματα με εύσχημο τρόπο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»