-
1 Ειρήνα
Εἰρήνᾱ, Εἰρήνηpeace: fem nom /voc /acc dualΕἰρήνᾱ, Εἰρήνηpeace: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————Εἰρήνᾱͅ, Εἰρήνηpeace: fem dat sg (doric aeolic) -
2 ειρήνα
εἰρήνᾱ, εἰρήνηpeace: fem nom /voc /acc dualεἰρήνᾱ, εἰρήνηpeace: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————εἰρήνᾱͅ, εἰρήνηpeace: fem dat sg (doric aeolic) -
3 εἰρήνα
1 peaceἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις P. 9.23
αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον (sc. Ἡρακλέα) N. 1.69 pro pers., ἐν τᾷ (sc. Κορίνθῳ)γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα, τάμἰ ἀνδράσι πλούτου, χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.7
-
4 Εἰρήνα
Βλ. λ. Ειρήνα -
5 Εἰρήνᾳ
Βλ. λ. Ειρήνα -
6 εἰρήνα
Βλ. λ. ειρήνα -
7 εἰρήνᾳ
Βλ. λ. ειρήνα -
8 εἰρήνη
Grammatical information: f.Meaning: `peace, time of peace' (Il.), cf. Trümpy Fachausdrücke 183ff., later `peace-treaty', in the LXX also `(wish) of blessing' as Hebraism (Wackernagel IF 31, 263f. = Kl. Schr. 2, 1240f.); as name of a goddess daughter of Zeus and Themis (Hes.).Other forms: ἰράνα (Dor., Boeot., Arc. etc.), also ἰρήνα (Gort. IIa: χ[ἱ]ρήνας gen.; asp. sec.), ἰρείνα Thess.), εἰρήνα (Delph. IVa, Pi., B.), εἰράνα (NWGgr. etc.), εἴρηνᾰ (Aeol., gramm.), Εἰρήνα, - άνη (EN, Lycia)Compounds: As 1. member in εἰρηνο-ποιός (X.) a. o.Derivatives: εἰρηναῖος `peaceful' (Hdt.), εἰρηνικός `belonging to peace' (Att. hell.; after πολεμικός; Chantraine, Études sur le vocab. grec 151); denomin. verb εἰρηνεύω `keep peace, live in peace' (Pl.) with εἰρήνευσις (Iamb.), εἰρηνέω `id.' (Arist., after πολεμέω). - On the Lacon. PN Ϝειράνα s. Kretschmer Glotta 7, 332, Bechtel Άντίδωρον 155.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The many dialect forms cannot be combined under one form but must be loans with incomplete adaptation (Leumann Hom. Wörter 277 w. n. 27). The original anlaut is perh. after a hesitating suggestion of Wackernagel IF 25, 327 n. 1 (Kl. Schr. 1023 a. 1) a in Ionic and elsewhere pronounced open ἰ̄ρ-, which was in Attic first rendered by ἐ-, later by εἰρ-; the Attic orthography became dominant. The meaning of - ρήνη, -ρά̄νᾱ etc. is uncertain; cf. Schwyzer 189. - No etymology; Pre-Greek origin is very prob. already because of the ending ( Άθήνη, Μυκήνη etc.); thus e. g. Chantraine Formation 206). - Further see Brugmann and Keil Sächs. Ber. 68: 3, 4 (1916); Kretschmer Glotta 10, 238f.; further Trümpy l.c.Page in Frisk: 1,467Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἰρήνη
-
9 Ειρήνας
-
10 Εἰρήνας
-
11 ειρήνας
-
12 εἰρήνας
-
13 θέμις
θέμις (θέμις, -ιτος, -ιδος, -ιν; θέμιτες, -ίτ[ων], -ισσιν.)1a right (divinely ordained) στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (of dolphins) ?fr. 358. esp., the rights ordained by Zeus Xenios, relating to hospitality, cf. O. 8.22 infra,καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (of Aigina: cf. θεμίξενος, ξεναρκής) I. 9.5 ] θεμις[ ?fr. 333a. 3.b pl. divine ordinancesἀγῶναδ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
esp. oracles, “ τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσιν” P. 4.54Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν Pae. 9.41
v. θεμιστός.2 Themis, power of right order (Farnell), former wife of Zeus, mother of the ὦραι, mother ofΕὐνομία, Δίκα, Εἰρήνα. Αἴγιναν ἔνθα σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.22
αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15
( Κόρινθον)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε, Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ ( θέμιν Wil.: “heilige Satzung” Schr.: perhaps a reference to the aboriginal cult of Ge-Themis at Delphi, Farnell) P. 11.9εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 1. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (in lemmate scholiastae post ὠκεανοῦ est θέμιδος scriptum, quod fort. in textum recipiendum est, cll. Hes., Theog. 133—5.) Pae. 8.16 -
14 Ειρήναν
-
15 Εἰρήναν
-
16 ειρήναν
-
17 εἰρήναν
-
18 ἅπας
ᾰπας (ἅπας, ἅπαντα; -αντες, -άντων, -αντας: ἅπασα, -ας, -αν; -αις, -ας: ἅπαν, ἅπαντι, ἅπᾰν; ἁπάντων, ἅπαντα)1 all, every, the whole of A adj.1 c. def. art.a which follows —ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30
b which precedesαὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ N. 1.69
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.72
2 without art.ἁπάντων καλῶν ἄμμορος O. 1.84
ἐν ἅπαντι κράτει in every success O. 10.82ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον O. 13.17
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα O. 13.26
στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ P. 1.28
θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται P. 2.49
ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 4.83
ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν have every care for P. 4.276 πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἀγλαίαν ἔδειξεν ἅπασαν codd.: ἅπασαν del. byz.) P. 6.46ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας N. 4.83
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής N. 5.16
μυχῷ Ἑλλάδος ἁπάσας N. 6.26
τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον N. 7.56
χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις full rein I. 2.22 πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες *fr. 104b. 5.*3 quasi adv., in every respectτὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21
παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος in full flower Θρ. 7. 7, cf. N. 6.2 B subs., everyone, everythingἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.48
μία δοὐχἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16
θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες I. 7.42
ὀλβίᾳ δ' ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν ( ὄλβιοι δ' λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.) fr. 131a ad Θρ.. μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. C frag. ]ἅπας[ Pae. 10.6
-
19 δίκα
δῐκᾱ (δίκα, -ας, -ᾳ, -αν; -ας.)1 justicea sing., right, (sense of) justiceκόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
“ κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” P. 4.140ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος i. e. shining with hospitable justice for all N. 4.12εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πι[στ]ὰς ἐφίλη[ς.]ν. Παρθ. 2.. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 1. ἐν, σὺν, παρὰ δίκ. pro adv.,ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell.) O. 6.12σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά I. 7.48
b pl. decisions, judgements of right “ ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” P. 4.153 ( Αἰακὸς)ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24
2 manner, way νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (sc. Ἱέρων) P. 1.50 ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. acc. pro prep. c. gen.,ποτὶ δἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
3 pro pers., JusticeΔαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17
Εὐνομία κασιγνήτα τε βαθρὸν πολίων ἀσφαλὲς Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.7
φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1
κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε P. 8.71
-
20 εὐνομία
1 concord, love of orderἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67
τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας Pae. 1.10
pro pers.,Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.16
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.6
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Εἰρήνα — Εἰρήνᾱ , Εἰρήνη peace fem nom/voc/acc dual Εἰρήνᾱ , Εἰρήνη peace fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρήνα — εἰρήνᾱ , εἰρήνη peace fem nom/voc/acc dual εἰρήνᾱ , εἰρήνη peace fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰρήνᾳ — Εἰρήνᾱͅ , Εἰρήνη peace fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρήνᾳ — εἰρήνᾱͅ , εἰρήνη peace fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰρήνας — Εἰρήνᾱς , Εἰρήνη peace fem acc pl Εἰρήνᾱς , Εἰρήνη peace fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρήνας — εἰρήνᾱς , εἰρήνη peace fem acc pl εἰρήνᾱς , εἰρήνη peace fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰρήναν — Εἰρήνᾱν , Εἰρήνη peace fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρήναν — εἰρήνᾱν , εἰρήνη peace fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek