-
1 ειναετις
-
2 εἰναέτις
εἰνα-έτις, ιδος, ἡ, neunjährig -
3 ἐννα-έτις
-
4 εἰναετής
A of nine years, nine years old, Orph.L. 348: neut. εἰνάετες, as Adv., nine years long, Od.14.240: fem. εἰναέτις, ιδος, AP7.643 (Crin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰναετής
См. также в других словарях:
ειναετής — εἰναετής, ές και εἰναέτης, ες θηλ. και εἰναέτις ( ιδος), η (Α) εννέα ετών, ενναετής … Dictionary of Greek
ενναέτης — (I) ἐνναέτης, ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών 2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετες επί εννέα χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα (βλ. εννέα) + ετης < έτος]. (II) ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α)… … Dictionary of Greek