-
1 ειλικρινης
v. l. εἱλικρινής 2[εἵλη]1) чистый, беспримесный(τὰ στοιχεῖα Arst.)
2) чистый, непорочный(τέρψεις Isocr.; ἡδονή Arst.)
3) ясный4) тщательно обособленный, непереметанный(τὰ φῦλα Xen.)
5) чистый, неэмпирический, абсолютный(διάνοια Plat.)
6) истый, подлинный(ἀδικία Xen.)
См. также в других словарях:
ολοκρινής — ές (για εξωκρινή αδένα) αυτός τού οποίου το έκκριμα αποτελείται από ολόκληρα εκκριτικά κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocrine < ολ(ο) * + κρινής (< κρίνω «χωρίζω, αποφασίζω»), πρβλ. μερο κρινής, ειλικρινής (ειλι κρινής (< … Dictionary of Greek
φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… … Dictionary of Greek