-
1 εικοσοργυιος
См. также в других словарях:
εικοσόργυιος — εἰκοσόργυιος, ο (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος είκοσι οργυιών … Dictionary of Greek
1 εικοσοργυιος
εικοσόργυιος — εἰκοσόργυιος, ο (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος είκοσι οργυιών … Dictionary of Greek