-
1 меткий
меткий εύστοχος, ακριβής (точный)' επιτυχημένος (удачный)* * * -
2 меткий
επ., βρ: -ток, -тка, -тко.1. εύστοχος, πετυχημέμος•меткий стрелок άριστος σκοπευτής•
-ая пуля εύστοχη σφαίρα•
меткий выстрел εύστοχος πυροβολισμός•
-ое ружьё εύστοχο όπλο.
2. μτφ. ακριβής•-ое слово πετυχημένη λέξη•
-ое определение ακριβής καθορισμός.
-
3 меткий
метк||ийприл прям., перен εὐστοχος πετυχημένος:\меткий стрелок ὁ ἐπιτήδειος σκοπευτής· \меткийая пуля ἡ εὐστοχη σφαίρα· \меткийое словцо́ ἡ πετυχημένη ἐκφραση [-ις] \меткийое замечание ἡ εὐστοχη παρατήρηση.
См. также в других словарях:
εὔστοχος — well aimed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύστοχος — η, ο (ΑΜ εὔστοχος, ον) 1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον») 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά 4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν) η ευστοχία νεοελλ. αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο… … Dictionary of Greek
εύστοχος — η, ο επίρρ. α αυτός που πετυχαίνει το στόχο, ακριβής, πετυχημένος: Εύστοχη απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐστοχώτερον — εὔστοχος well aimed masc acc comp sg εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc comp sg εὔστοχος well aimed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχωτάτω — εὔστοχος well aimed masc/neut nom/voc/acc superl dual εὔστοχος well aimed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχωτάτων — εὔστοχος well aimed fem gen superl pl εὔστοχος well aimed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχώτατα — εὔστοχος well aimed adverbial superl εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστοχώτατον — εὔστοχος well aimed masc acc superl sg εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόχω — εὔστοχος well aimed masc/fem/neut nom/voc/acc dual εὔστοχος well aimed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόχως — εὔστοχος well aimed adverbial εὔστοχος well aimed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔστοχον — εὔστοχος well aimed masc/fem acc sg εὔστοχος well aimed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)