-
1 εχθρικός
[эхтрикос] εκ. враждебрый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εχθρικός
-
2 враждебный
-
3 неприятельский
неприятель||скийприл ἐχθρικός:\неприятельскийские войска τά ἐχθρικά στρατεύματα, ὁ ἐχθρικός στρατός. -
4 неприятельский
επ.εχθρικός•неприятельский флот εχθρικός στόλος.
-
5 враждебный
вражд||ебныйприл ἐχθρικός, πολέμιος:\враждебныйебные действия οἱ ἐχθρικές ἐνέργειες. -
6 вражеский
вражескийприл ἐχθρικός. -
7 недоброжелательный
недоброжелатель||ныйприл κακόβουλος, δυσμενής/ ἐχθρικός (враждебный)/ κακοδιατεθειμένος (неприязненный). -
8 недобрый
недобр||ыйприл1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):\недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:\недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις. -
9 недружелюбный
недружелюб||ныйприл κακόβουλος (недоброжелательный)! ἐχθρικός (враждебный). -
10 вражеский
[βράζυσκιϊ] επ. εχθρικός -
11 недружелюбный
[νιντρουζυλγιούμπνυϊ] εκ. εχθρικός -
12 неприятельский
[νυιριγιάτιλ"σκιϊ] εκ. εχθρικός -
13 озлобленный
[αζλόμπλιννυϊ] εκ. εχθρικός -
14 вражеский
[βράζυσκιϊ] επ εχθρικός -
15 недружелюбный
[νιντρουζυλγιούμπνυϊ] επ εχθρικός -
16 неприятельский
[νυιριγιάτιλ"σκιϊ] επ εχθρικός -
17 озлобленный
[αζλόμπλιννυϊ] επ εχθρικός -
18 враждебный
επ., βρ: -бен, -бна, -бноεχθρικός•-ые отношения εχθρικές σχέσεις.
-
19 вражеский
επ.εχθρικός•-ие войска εχθρικά στρατεύματα•
вражеский самолет εχθρικό αεροπλάνο.
-
20 вражий
ья, -ье, επ.1. (λκ. ποίηση) εχθρικός.2. παλ. διαβολικός, του διαβόλου, του Σατανά•все это дело -ье όλ’ αυτά είναι έργο του διαβόλου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εχθρικός — ή, ό (Α ἐχθρικός, ή, όν) [εχθρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («εχθρικός στρατός») νεοελλ. αυτός που φανερώνει έχθρα («εχθρική συμπεριφορά»). επίρρ... εχθρικώς και ά κατά τρόπο εχθρικό … Dictionary of Greek
εχθρικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από εχθρό ή από έχθρα: Εχθρικές ενέργειες, εχθρικό βλέμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐχθρικήν — ἐχθρικός hostile fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρικῶς — ἐχθρικός hostile adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… … Dictionary of Greek
Σόλυμοι — Αρχαίος πολεμικός λαός της Λυκίας, που κατοικούσε στα Σόλυμα όρη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Όμηρου ο λαός αυτός ήταν εχθρικός προς τους Λύκιους, με τους οποίους ήρθε επανειλημμένα σε σύγκρουση. Κάποτε ο βασιλιάς της Λυκίας Προίτος έστειλε εναντίον … Dictionary of Greek
άρρυθμος — η, ο (AM ἄρρυθμος, ον) [ρυθμός] 1. αυτός που δεν έχει ρυθμό ούτε αναλογία ή συμμετρία 2. ο ακατάστατος αρχ. ο αντίθετος, ο εχθρικός … Dictionary of Greek
έχθριος — ἔχθριος (Μ) [εχθρός] εχθρικός («ἔχθριος ὀργή», Πλαν.) … Dictionary of Greek
ακάκιωτος — η, ο [κακιώνω] αυτός που δεν έχει κακιώσει, ο μη οργισμένος ή εχθρικός, αμνησίκακος, άκακος … Dictionary of Greek
αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… … Dictionary of Greek
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek