Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εφορευτική

  • 1 комиссия

    комиссия ж (коллегия ) η επιτροπή медицинская \комиссия η υγειονομική επιτροπή избирательная \комиссия η εφορευτική επιτροπή экзаменационная \комиссия η εξεταστική επιτροπή приёмная \комиссия η επιτροπή εισαγωγι κών εξετάσεων отборочная \комиссия спорт. η προκριματική επιτροπή
    * * *
    ж
    ( коллегия) η επιτροπή

    медици́нская коми́ссия — η υγειονομική επιτροπή

    избира́тельная коми́ссия — η εφορευτική επιτροπή

    экзаменацио́нная коми́ссия — η εξεταστική επιτροπή

    приёмная коми́ссия — η επιτροπή εισαγωγικών εξετάσεων

    отбо́рочная коми́ссия — спорт. η προκριματική επιτροπή

    Русско-греческий словарь > комиссия

  • 2 επιτροπή

    η
    1) комитет;

    κεντρική (κομματική) επιτροπή — центральный (партийный) комитет;

    2) комиссия;

    εξεταστική επιτροπή — а) экзаменационная комиссия; — б) следственная комиссия; — в) ревизионная комиссия;

    διεθνής εξεταστική επιτροπή — международная арбитражная комиссия;

    επιτροπή απαλλαγών' — воен, медицинская комиссия;

    εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия;

    3) коллегия;

    ελλανοδίκη επιτροπή — спорт, судейская коллегия;

    4) делегация

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιτροπή

  • 3 εφορευτικός

    η, ό[ν] надзирательский, инспекторский;

    εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия, комиссия по наблюдению за выборами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εφορευτικός

См. также в других словарях:

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • εφορευτικός — ή, ό [εφορεύω] 1. ο αρμόδιος στο να εφορεύει, να επιτηρεί, ο εποπτικός 2. φρ. «εφορευτική επιτροπή» η επιτροπή που εποπτεύει μια νόμιμη διαδικασία, κυρίως τη διεξαγωγή τών εκλογών …   Dictionary of Greek

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek

  • επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφορευτικός — ή, ό ο αρμόδιος να επιβλέπει και να εποπτεύει: Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»