Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εφοδιάζω

  • 61 обвезти

    -везу, -везшь, παρλθ. χρ. обвз
    -везла, -лб
    ρ.σ.μ. περιφέρω (με μεταφ. μέσο). || μεταφέρω παρακάμπτοντας. || μεταφέρω σε όλους• εφοδιάζω όλους.

    Большой русско-греческий словарь > обвезти

  • 62 обеспечить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ.: παρλθ. χρ. обеспеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εξασφαλίζω, εφοδιάζω επαρκώς.
    2. ασφαλίζω, προφυλάσσω, προστατεύω.
    1. εξασφαλίζομαι εφοδιάζομαι•

    обеспечить продуктами εξασφαλίζομαι από τρόφιμα.

    2. προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обеспечить

  • 63 обзавести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обза-вл, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. обзавдший,
    επίρ. μτχ. обзаведя ρ.σ.μ. με οργν. παλ. εξασφαλίζω με τα απαραίτητα εφοδιάζω, προμηθεύω νοικοκυρεύω•

    обзавести хозяйством φτιάχνω το νοικοκυριό μου.

    εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι τα προς του ζειν, για το νοικοκυριό. || αποκτώ, δημιουργώ (οικογένεια, φίλους κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > обзавести

  • 64 оборудовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. εξοπλίζω, εφοδιάζω με μέσα κάνω εγκαταστάσεις,
    εξοπλίζομαι, εφοδιάζομαι με μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > оборудовать

  • 65 обставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.
    2. επιπλώνω•

    обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.

    || εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.
    3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•

    обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.

    4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.
    5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.
    6. (εξ)απατώ.
    1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.
    2. επιπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обставить

  • 66 обуть

    обуго, обуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обутый, βρ: обут
    -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (υ)ποδένω•

    обуть ребнка ποδένω το παιδάκι•

    обуть сапоги φορώ τις μπότες.

    || εφοδιάζω με υποδήματα.
    2. (διαλκ.) (εξ)απατώ, (ξε)γελώ.

    Большой русско-греческий словарь > обуть

  • 67 оснастить

    -ащу, -астишь.иаб. μτχ. παρλθ. χρ. оснащённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (ναυτ.) εξαρτίζω, αρματώνω.
    2. (τεχ.) εφοδιάζω, εξοπλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > оснастить

  • 68 отакелажить

    ρ.σ.μ. (ναυτ.) αρμαρώνω, εξοπλίζω, εφοδιάζω με εξαρτήματα.

    Большой русско-греческий словарь > отакелажить

  • 69 перевооружить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевооруженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    επανεξοπλίζω•

    перевооружить армию и флот επανεξοπλίζω το στρατό και στόλο (με νέο οπλισμό).

    || εφοδιάζω με καινούρια μέσα παραγωγής.
    επανεξοπλίζομαι. || εφοδιάζομαι με καινούρια μέσα παραγωγής.

    Большой русско-греческий словарь > перевооружить

  • 70 переоборудовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    επανεξοπλίζω, ξαναεφοδιάζω (με μέσα), ξανακάνω εγκατάσταση• εξοπλίζω, εφοδιάζω, κάνω εγκατάσταση διαφορετικά.
    επανεξοπλίζομαι, εφοδιάζομαι εκ νέου ή διαφορετικά.

    Большой русско-греческий словарь > переоборудовать

  • 71 переоснастить

    -нащу, -настишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переоснащённый, βρ: -щён, -щена,
    щено
    ρ.σ.μ.
    επανεξοπλίζω, εφοπλίζω εκ νέου εφοδιάζω ξανά.

    Большой русско-греческий словарь > переоснастить

  • 72 подковать

    -кую, -кушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πεταλώνω, καλιγώνω•

    подковать лошадь πεταλώνω το άλογο.

    || καρφώνω, στερεώνω από κάτω μεταλλικό έλασμα.
    2. μτφ. εφοδιάζω, καταρτίζω, προετοιμάζω καλά.
    3. μτφ. (απλ.) εξαπατώ, κοροϊδεύω, γελώ.
    εφοδιάζομαι, καταρτίζομαι, προετοιμάζομαι καλά (για γνώσεις κλπ.)

    Большой русско-греческий словарь > подковать

  • 73 поставить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. ставить 1.
    2. μόνο ως παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поставленный βαλμένος, τοποθετημένος.
    ρ.σ.μ.
    εφοδιάζω, προμηθεύω, παρέχω, χορηγώ (για εμπορεύματα).

    Большой русско-греческий словарь > поставить

  • 74 приодеть

    ρ.σ.μ. ντύνω, εφοδιάζω με ενδύματα. || καλοντύνω, ντύνω γιορτινά.
    ντύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > приодеть

  • 75 провиант

    α. παλ.
    τρόφιμα (για το στρατό)•

    снабжать -ом εφοδιάζω με τρόφιμα.

    Большой русско-греческий словарь > провиант

  • 76 продовольствовать

    -ствую, -ствуешь.
    ρ.δ.μ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω με τρόφιμα.
    εφοδιάζομαι με τρόφιμα, προμηθεύομαι τρόφιμα.

    Большой русско-греческий словарь > продовольствовать

  • 77 рекомендация

    θ.
    σύσταση•

    получать хорошую -ю παίρνω καλή σύσταση•

    снабдить хорошими -ями εφοδιάζω με καλές συστάσεις•

    -ии комиссии он выполнил αυτός συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της επιτροπής.

    Большой русско-греческий словарь > рекомендация

  • 78 снастить

    снащу, снастишь
    ρ.δ.μ. βάζω τα καραβάσχοινα ή εφοδιάζω σκάφος με καραβό-σχο ινα.

    Большой русско-греческий словарь > снастить

  • 79 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 80 электрифицировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ. κ. σ. εξηλεκτρίζω, εφοδιάζω με ρεύμα.
    εξη-λεκτρίζομαι, εφοδιάζομαι με ρεύμα.

    Большой русско-греческий словарь > электрифицировать

См. также в других словарях:

  • εφοδιάζω — εφοδιάζω, εφοδίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εφοδιάζω — (ΑΜ ἐφοδιάζω, Α και ιων. τ. ἐποδιάζω) [εφόδιον] 1. παρέχω εφόδια, προμηθεύω σε κάποιον τα αναγκαία για την πορεία ή την εκστρατεία 2. παρέχω τα μέσα, τα εφόδια για κάτι, προμηθεύω 4. μέσ. εφοδιάζομαι προμηθεύομαι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου… …   Dictionary of Greek

  • εφοδιάζω — εφοδίασα, εφοδιάστηκα, εφοδιασμένος, προμηθεύω κάποιον με τα απαραίτητα: Τον εφοδίασα με τρόφιμα για πολλές μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφοδιάσει — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj act 3rd sg (epic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut ind mid 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut ind act 3rd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφοδιάσῃ — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj mid 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj act 3rd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut ind mid 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφοδιαζόμενον — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part mp masc acc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part mp masc acc sg ἐφοδιάζω furnish with… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφοδιασθέντα — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor part pass masc acc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐφοδιάζω furnish… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφοδιάζει — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind mp 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind act 3rd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind mp 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφοδιάζον — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part act masc voc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part act neut nom/voc/acc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part act masc voc sg ἐφοδιάζω furnish with… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφοδιάζουσι — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφοδιάσεις — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj act 2nd sg (epic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut ind act 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj act 2nd sg (epic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»