-
41 обмундировывать
[αμπμουντιρόβυβατ'] ρ. εφοδιάζω -
42 оснащать
[ασναστσάτ'] ρ. εξοπλίζω, εφοδιάζω -
43 снабжать
[σναμπζάτ'] ρ. εφοδιάζω -
44 снаряжать
[σναργιαζάτ"] ρ. εφοδιάζω -
45 экипировать
[εκιχίριβατ'] ρ. εφοδιάζω -
46 обеспечивать
[αμπισπιέτσιβατ'] ρ εφοδιάζω, εξασφαλίζω -
47 обмундировывать
[αμπμουντιρόβυβατ'] ρ εφοδιάζω -
48 обмундировывать
[αμπμουντιρόβυβατ'] ρ εφοδιάζω -
49 оснащать
[ασναστσάτ'] ρ εξοπλίζω, εφοδιάζω -
50 снабжать
[σναμπζάτ'] ρ εφοδιάζω -
51 снаряжать
[σναργιαζάτ"] ρ εφοδιάζω -
52 экипировать
[εκιχίριβατ'] ρ εφοδιάζω -
53 влить
волью, вольешь, παρλθ. χρ. влил, -ла, -ло, προστκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -о, ρ.σ.μ.1. χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω•влить лекарство в стакан χύνω φάρμακο στο ποτήρι•
влить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι-.
2. μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρνω, δίνω•приятное известие -ло ему бодрость η ευχάριστη είδηση του ‘δοσε ζωντάνια.
3. ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω•влить новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομηχανία.
1. χύνομαι, ρέω μέσα. || μτφ. πληρούμαι, γεμίζω•в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια.
2. προστίθεμαι, έρχομαι, ενώνομαι•-лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις.
-
54 довольствовать
-ствую, -ствуешь, ρ.δ.μ.1. παλ. ικανοποιώ (κάποια ανάγκη).2. (στρατ.) εφοδιάζω, προμηθεύω (με τρόφιμα, ιματισμό, οικονομικά).1. ικανοποιούμαι, είμαι ικανοποιημένος• αρκούμαι•довольствовать малым αρκούμαι στα λίγα•
довольствовать немногим είμαι ολιγαρκής, αρκούμαι στα λίγα.
2. (στρατ.) εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι. -
55 доставить
-авлга, -авишь ρ.σ.μ.1. φέρω, μεταφέρω, κομίζω (στον προορισμό)•я на автомобиле -авлю вас домой θα σας μεταφέρω με το αυτοκίνητο στο σπίτι.
|| παραδίδω, εγχειρίζω. || εφοδιάζω, παρέχω• προσφέρω, δίνω•-сведения παρέχω πληροφορίες•
он -ил мне м-сто αυτός μου πρόσφερε θέση (υπηρεσιακή).
2. προξενώ, προκαλώ•доставить горе προξενώ θλίψη•
удовольствие προξενώ ευχαρίστηση.
-
56 моторизовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. моторизованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. εφοδιάζω με κινητήρες.2. (στρατ.) εξοπλίζω με μηχανοκίνητα. -
57 наготовить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.
2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•
наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.
εφοδιάζω, προμηθεύω•на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•
на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.
-
58 наделить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наделенный, βρ: -лен, -лен, -леноρ.σ.μ.1. απονέμω, παρέχω, παραχωρώ μερίδιο.2. εφοδιάζω, προμηθεύω. || μτφ. χαρίζω, προικίζω. -
59 напасти
-су, -сшь, παρλθ. χρ. напас, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напасенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ. εφοδιάζω, προμηθεύω.εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι. || βοσκώ. -
60 начинить
начинить 1-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начиннёный, βρ: -нён, -нено, -нено, ρ.σ.μ.1. (μαγρ.) παραγεμίζω•начинить пирожки мясом παραγεμίζω πιροσκί με κρέας.
|| γεμίζω•начинить патрон порохом γεμίζω τον κάλυκα με μπαρούτη.
2. μτφ. παρέχω, δίνω, εφοδιάζω με γνώσεις, πλη» ροφορίες κ.τ.τ.начинить 2-чинишь, ρ.σ.μ.(με ποσοτική σημ.) επιδιορθώνω. || ξύνω, κάνω τι αιχμηρό•начинить много карандашей ξύνω πολλά μολυβιά.
См. также в других словарях:
εφοδιάζω — εφοδιάζω, εφοδίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εφοδιάζω — (ΑΜ ἐφοδιάζω, Α και ιων. τ. ἐποδιάζω) [εφόδιον] 1. παρέχω εφόδια, προμηθεύω σε κάποιον τα αναγκαία για την πορεία ή την εκστρατεία 2. παρέχω τα μέσα, τα εφόδια για κάτι, προμηθεύω 4. μέσ. εφοδιάζομαι προμηθεύομαι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου… … Dictionary of Greek
εφοδιάζω — εφοδίασα, εφοδιάστηκα, εφοδιασμένος, προμηθεύω κάποιον με τα απαραίτητα: Τον εφοδίασα με τρόφιμα για πολλές μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφοδιάσει — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj act 3rd sg (epic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut ind mid 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut ind act 3rd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιάσῃ — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj mid 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj act 3rd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut ind mid 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιαζόμενον — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part mp masc acc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part mp masc acc sg ἐφοδιάζω furnish with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιασθέντα — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor part pass masc acc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐφοδιάζω furnish… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιάζει — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind mp 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind act 3rd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind mp 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιάζον — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part act masc voc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part act neut nom/voc/acc sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part act masc voc sg ἐφοδιάζω furnish with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιάζουσι — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιάσεις — ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj act 2nd sg (epic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut ind act 2nd sg ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor subj act 2nd sg (epic) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)