-
1 острить
острить (говорить остро- ι ты) χαριτολογώ, ευφυολογώ* * *( говорить остроты) χαριτολογώ, ευφυολογώ -
2 острить
острить Iнесов (заострять) ἀκονίζω, τροχίζω.острить IIнесов (говорить остроты) εὐφυολογῶ, κάνω πνεῦμα, λέγω καλαμπούρια:\острить на чей-л. счет κοροϊδεύω κάποιον, χωρατεύω σέ βάρος κάποιου. -
3 острота
острот||а I ж1. (зрения, слуха и т. п.) ἡ ὀξύτητα [-ης]:\острота ума ἡ ἀγχίνοια τοῦ πνεύματος·2. (пряность):в со́усе мало \остротаы ἡ σάλτσα δέν εἶναι δυνατή· \острота запаха ἡ ἐνταση τής μυρωδιᾶς·3. (крайняя напряженность) ἡ ὀξύτητα [-ης], ἡ ἔνταση[-ις]:\острота положения ἡ ὁξύτητα (или ἡ ἔνταση) τής κατάστασης.острот||а II ж τό ἀστείο, ἡ εὐφυολογία, τό καλαμπούρι:дешевая \острота τό φτηνό ἀστείο· злая \острота ὁ σαρκασμός· удачная \острота τό πετυχημένο καλαμπούρι· неуместная \острота ἡ ἄτοπη εὐφυολογία· отпускать \остротаы εὐφυολογώ, κάνω πνεῦμα, κάνω καλαμπούρια. -
4 острить
[αστρίτ*] ρ. ευφυολογώ, λέω καλαμπούρια -
5 острить
[αστρίτ'] ρ ευφυολογώ, λέω καλαμπούρια -
6 закрутить
-учу, -утишь ρ.σ.μ.1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•
закрутить усы στρίβω το μουστάκι•
закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.
2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•
кран κλείνω την κάνουλα.
4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться. -
7 острить
-
8 острота
острота 1-ы и. παλ. острота-ы θ.οξύ--νοια, αγχίνοια, σπιρτάδα πνεύματος•пускать (отпустить) -у, -ы ευφυολογώ, χαριτολογώ, λέγω έξυπνα, σκαρώνω καλαμπούρια•
злая χαιρέκακο πνεύμα σαρκασμός.
острота 2-ы θ.1. αιχμηρότητα, οξύτητα.2. ισχυρότητα, οξύτητα•острота зрения οξύτητα όρασης.
3. δριμύτητα•острота запаха δριμϋτηταοσμής.
4. στυφότητα. || το ξυνό.5. καυστικότητα.6. μτφ. δηκτικότητα.7. σφοδρότητα.
См. также в других словарях:
ευφυολογώ — έω [ευφυολόγος] λέω ευφυολογίες, αστειεύομαι με πνεύμα, χαριτολογώ … Dictionary of Greek
ευφυολογώ — ησα, λέω ευφυολογήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αστεΐζομαι — (AM ἀστεΐζομαι) [αστείος] γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω … Dictionary of Greek
ευτραπελεύομαι — εὐτραπελεύομαι (Α) [ευτράπελος] είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ … Dictionary of Greek
ευφυολόγημα — το η ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συγχαριεντίζομαι — Μ αστειεύομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαριεντίζομαι «αστειεύομαι, ευφυολογώ»] … Dictionary of Greek
χαριτολογώ — έω, Ν 1. μιλώ με χάρη 2. λέω έξυπνα αστεία, ευφυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ευφυολογία — η η πράξη και το αποτέλεσμα του ευφυολογώ, το ευφυολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)