Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ευφυολογώ

  • 1 острить

    Русско-греческий словарь > острить

  • 2 острить

    острить I
    несов (заострять) ἀκονίζω, τροχίζω.
    острить II
    несов (говорить остроты) εὐφυολογῶ, κάνω πνεῦμα, λέγω καλαμπούρια:
    \острить на чей-л. счет κοροϊδεύω κάποιον, χωρατεύω σέ βάρος κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > острить

  • 3 острота

    острот||а I ж
    1. (зрения, слуха и т. п.) ἡ ὀξύτητα [-ης]:
    \острота ума ἡ ἀγχίνοια τοῦ πνεύματος·
    2. (пряность):
    в со́усе мало \остротаы ἡ σάλτσα δέν εἶναι δυνατή· \острота запаха ἡ ἐνταση τής μυρωδιᾶς·
    3. (крайняя напряженность) ἡ ὀξύτητα [-ης], ἡ ἔνταση[-ις]:
    \острота положения ἡ ὁξύτητα (или ἡ ἔνταση) τής κατάστασης.
    острот||а II ж τό ἀστείο, ἡ εὐφυολογία, τό καλαμπούρι:
    дешевая \острота τό φτηνό ἀστείο· злая \острота ὁ σαρκασμός· удачная \острота τό πετυχημένο καλαμπούρι· неуместная \острота ἡ ἄτοπη εὐφυολογία· отпускать \остротаы εὐφυολογώ, κάνω πνεῦμα, κάνω καλαμπούρια.

    Русско-новогреческий словарь > острота

  • 4 острить

    [αστρίτ*] ρ. ευφυολογώ, λέω καλαμπούρια

    Русско-греческий новый словарь > острить

  • 5 острить

    [αστρίτ'] ρ ευφυολογώ, λέω καλαμπούρια

    Русско-эллинский словарь > острить

  • 6 закрутить

    -учу, -утишь ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•

    закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•

    закрутить усы στρίβω το μουστάκι•

    закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.

    2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω
    3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•

    закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•

    кран κλείνω την κάνουλα.

    4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.
    5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.
    1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться.

    Большой русско-греческий словарь > закрутить

  • 7 острить

    -рю, -ришь
    ρ.δ.μ. κάνω αιχμηρό, μυτερό οξύνω. || τροχίζω, ακονίζω.
    -рю, -ришь
    ρ.δ. ευφυολογώ, αστε-ίζομαι, χαριεντίζομαι, πειράζω•

    острить на чужой счёт αστεΐζομαι σε βάρος άλλου.

    Большой русско-греческий словарь > острить

  • 8 острота

    -ы и. παλ. острота
    θ.
    οξύ--νοια, αγχίνοια, σπιρτάδα πνεύματος•

    пускать (отпустить) -у, -ы ευφυολογώ, χαριτολογώ, λέγω έξυπνα, σκαρώνω καλαμπούρια•

    злая χαιρέκακο πνεύμα σαρκασμός.

    θ.
    1. αιχμηρότητα, οξύτητα.
    2. ισχυρότητα, οξύτητα•

    острота зрения οξύτητα όρασης.

    3. δριμύτητα•

    острота запаха δριμϋτηταοσμής.

    4. στυφότητα. || το ξυνό.
    5. καυστικότητα.
    6. μτφ. δηκτικότητα.
    7. σφοδρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > острота

См. также в других словарях:

  • ευφυολογώ — έω [ευφυολόγος] λέω ευφυολογίες, αστειεύομαι με πνεύμα, χαριτολογώ …   Dictionary of Greek

  • ευφυολογώ — ησα, λέω ευφυολογήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αστεΐζομαι — (AM ἀστεΐζομαι) [αστείος] γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω …   Dictionary of Greek

  • ευτραπελεύομαι — εὐτραπελεύομαι (Α) [ευτράπελος] είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ …   Dictionary of Greek

  • ευφυολόγημα — το η ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • συγχαριεντίζομαι — Μ αστειεύομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαριεντίζομαι «αστειεύομαι, ευφυολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • χαριτολογώ — έω, Ν 1. μιλώ με χάρη 2. λέω έξυπνα αστεία, ευφυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ευφυολογία — η η πράξη και το αποτέλεσμα του ευφυολογώ, το ευφυολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»