-
1 ευφυής
[эффиис] εκ. одарённый, даровитый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευφυής
-
2 остроумный
остроумный (о человеке) έξυπνος, ευφυής· ευφυολόγος, οξύνους* * *( о человеке) έξυπνος, ευφυής; ευφυολόγος, οξύνους -
3 умный
επ., βρ: умн, умна, умно, умны.1. έξυπνος, ευφυής•умный мальчик έξυπνο παιδάκι.
2. σώφρονας, γνωστικός, μυαλομένος, στοχαστικός•умный совет γνωστική συμβουλή.
εκφρ.- ая голова – έξυπνο κεφάλι (ευφυής άνθρωπος). -
4 остроумный
остроу́м||ныйприл δξυπνος, πνευματώδης, εὐφυής. -
5 умный
у́мн||ыйприл ἐξυπνος, εὐφυής/ γνωστικός, λογικός (рассудительный):\умный поступок ἡ λογική πράξη· \умныйые глаза τά Εξυπνα μάτια. -
6 башковитый
επ., βρ: -вит, -а, -о(απλ.) κοψοκέφαλος, έξυπνος, ευφυής. -
7 далёкий
επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•далёкий путь μακρινός δρόμος•
-ие страны μακρινές χώρες•
-ое будущее απώτερο μέλλον•
-ое прошлое μακρινό παρελθόν•
далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).
2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•
ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•
они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•
я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•
я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....
3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.
-
8 живой
επ., βρ: жив, -а, -о.1. ζωντανός•он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•
-ая рыба ζωντανό ψάρι•
пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•
-ое существо ζωντανό πλάσμα•
живой труп ζωντανό πτώμα•
взять -ым πιάνω ζωντανό•
похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.
|| (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.
2. ζωικός, οργανικός•-ая природа ζωική φύση•
-ая материя ζωική ύλη.
|| ζωηρός•живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•
живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•
смех ζωηρό γέλιο•
-ые глаза ζωηρά μάτια•
-ые краски ζωηρά χρώματα•
-ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.
|| ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.3. πραγματικός, ζωντανός•живой пример ζωντανό παράδειγμα•
4. εκφραστικός• σαφής•-ое повествование εκφραστική διήγηση.
5. αξέχαστος, άσβεστος.εκφρ.живой вес – ζωντανό βάρος•- ая вода – το αθάνατο νερό•- ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•- ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•- ая рана – ανοιχτή πληγή•- ая связь – άμεση σύνδεση•- ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•- це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•-го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•-ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•на -ую руку – στα γρήγορα•ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•-ое место, – παλ. πιασμένη θέση•брать (взять) за - – όθ•задеть ή затронуть – κ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη). -
9 затейливый
επ., βρ: -лив, -а, -оευφυής, επινοητικός, εφευρετικός, πολυμήχανος. || σοφός. -
10 мозговитый
επ., βρ: -вит, -а, -о (απλ.) μυαλωμένος νοήμονας, ευφυής, έξυπνος. -
11 остроумный
επ., -мен, -мна, -мноέξυπνος, ευφυής, πνευματώδης, σπιρτόζος ευφυολόγος• ετοιμόλογος•очень остроумный ευφυέστατος, πανέξυπνος.
-
12 понятливый
επ., βρ: лив-а, -оνοήμονας, ευφυής, έξυπνος. -
13 проницательный
επ., βρ: -лен, -льна, -оοξυδερκής, διορατικός διεισδυτικός. || έξυπνος, ευφυής. -
14 смекалистый
επ., βρ: -лист, -а, -оευφυής, έξυπνος, σπιρτσόζος, εύστροφος• ετοιμόλογος. -
15 сметливый
επ., βρ: -лив, -а, -оευφυής, έξυπνος, γρήγορης αντιληπτικότητας, σπιρτσόζος. -
16 смышлёный
επ., βρ: -лен, -а, -оνοήμονας, έξυπνος, ευφυής. -
17 толково
επίρ.κατανοητά κλπ.επ. толковыйεπ., βρ: -ков, -а, -о.1. νοήμονας, έξυπνος, ευφυής. || γνωστικός, λογικός.2. σαφής, κατανοητός, αντιληπτός.3. ερμηνευτικός, εξηγηματικός•толково словарь ερμηνευτικόλεξικό.
-
18 умник
-а α.-ца, -ы θ.έξυπνος, ευφυής. || λογικός, γνωστικός. -
19 хитрый
επ., βρ: хитр, хитра, хитро.1. πονηρός, δόλιος• πανούργος• -κατεργάρης•хитрый человек πονηρός άνθρωπος.
|| έντεχνος, περίτεχνος.2. έξυπνος, ευφυής. || πολυσύνθετος, πολύπλοκος, δύσκολος, δύσλυτος•-ое устройство πολύπλοκος μηχανισμός.
См. также в других словарях:
εὐφυής — well grown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ευφυής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει καλή πνευματική αντίληψη, έξυπνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐφυᾶ — εὐφυής well grown masc acc sg εὐφυής well grown neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) εὐφυής well grown masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυῆ — εὐφυής well grown neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐφυής well grown masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐφυής well grown masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυέστερον — εὐφυής well grown adverbial comp εὐφυής well grown masc acc comp sg εὐφυής well grown neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυεστάτων — εὐφυής well grown fem gen superl pl εὐφυής well grown masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυεστέρων — εὐφυής well grown fem gen comp pl εὐφυής well grown masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυεστέρως — εὐφυής well grown masc acc comp pl (doric) εὐφυής well grown comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυεῖ — εὐφυής well grown masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐφυής well grown masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυεῖς — εὐφυής well grown masc/fem acc pl εὐφυής well grown masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)