-
1 hürmetli
ευγενικός -
2 genteel
ευγενικός -
3 polite
ευγενικός -
4 görgülü
ευγενικός, κοινωνικός -
5 nazik
ευγενικός, ευγενής, εκλεπτυσμένος -
6 вежливый
-
7 деликатный
-
8 корректный
-
9 обходительный
-
10 приветливый
-
11 благородный
благород||ныйприл εὐγενής, εὐγενικός, γενναιόφρονας [-ων]:\благородный поступок ἡ ευγενική πράξη; ◊ \благородный металл τό εὐγενές Μ**«αλλο[ν], τό πολύτιμο[ν] μέταλλο[ν].. -
12 вежливый
вежлив||ыйприл εὐγενής, εὐγενικός, λεπτός τους τρόπους. -
13 любезный
любезныйприл1. εὐγενικός, φιλοφρων, περιποιητικός·2. (в обращении) уст. ἀγαπητός, ἀκριβός:\любезныйый читатель ἀγαπητέ ἀναγνώστη· \любезныйый друг ἀγαπητέ φίλε· ◊ будьте любезны! εὐαρεστηθήτε, Εχετε τήν καλωσύνη! -
14 милый
ми́л||ый1. прил χαριτωμένος, ἀγαπητός / εὐγενικός (любезный)! εὐχάριστος (приятный):\милый друг ὁ ἀγαπητός φίλος· \милыйая улыбка τό χαριτωμένο χαμόγελο·2. прил (дорогой, любимый) ἀγαπητός·3. м (возлюбленный) ὁ κάλος, ὁ ἀγαπημένος. -
15 civil
['sivl]1) (polite, courteous.) ευγενικός2) (of the state or community: civil rights.) πολιτικός3) (ordinary; not military or religious: civil life.) πολιτικός4) (concerned with law cases which are not criminal.) αστικός•- civilian- civility
- civilly
- civil defence
- civil disobedience
- civil engineer
- civil liberties/rights
- civil servant
- civil service
- civil war -
16 courteous
['kə:tiəs](polite; considerate and respectful: It was courteous of him to write a letter of thanks.) ευγενικός- courteousness -
17 gentle
['‹entl]1) ((of people) behaving, talking etc in a mild, kindly, pleasant way: a gentle old lady; The doctor was very gentle.) ευγενικός, πράος / με μαλακό χέρι2) (not strong or rough: a gentle breeze.) απαλός3) ((of hills) rising gradually: a gentle slope.) ήπιος, μαλακός•- gently- gentleness -
18 gentlemanly
adjective ((of men) polite; well-mannered: gentlemanly behaviour.) ευγενικός, άψογος -
19 good
[ɡud] 1. comparative - better; adjective1) (well-behaved; not causing trouble etc: Be good!; She's a good baby.) καλός2) (correct, desirable etc: She was a good wife; good manners; good English.) σωστός3) (of high quality: good food/literature; His singing is very good.) καλής ποιότητας4) (skilful; able to do something well: a good doctor; good at tennis; good with children.) καλός, ικανός5) (kind: You've been very good to him; a good father.) καλός, ευγενικός6) (helpful; beneficial: Exercise is good for you.; Cheese is good for you.) ωφέλιμος7) (pleased, happy etc: I'm in a good mood today.) καλός8) (pleasant; enjoyable: to read a good book; Ice-cream is good to eat.) ευχάριστος9) (considerable; enough: a good salary; She talked a good deal of nonsense.) αρκετός10) (suitable: a good man for the job.) κατάλληλος11) (sound, fit: good health; good eyesight; a car in good condition.) γερός12) (sensible: Can you think of one good reason for doing that?) ικανοποιητικός13) (showing approval: We've had very good reports about you.) επιδοκιμαστικός14) (thorough: a good clean.) σε βάθος15) (healthy or in a positive mood: I don't feel very good this morning.) καλά2. noun1) (advantage or benefit: He worked for the good of the poor; for your own good; What's the good of a broken-down car?) καλό / όφελος2) (goodness: I always try to see the good in people.) καλοσύνη3. interjection(an expression of approval, gladness etc.) ωραία- goodness4. interjection((also my goodness) an expression of surprise etc.) θεέ μου!- goods- goody
- goodbye
- good-day
- good evening
- good-for-nothing
- good humour
- good-humoured
- good-humouredly
- good-looking
- good morning
- good afternoon
- good-day
- good evening
- good night
- good-natured
- goodwill
- good will
- good works
- as good as
- be as good as one's word
- be up to no good
- deliver the goods
- for good
- for goodness' sake
- good for
- good for you
- him
- Good Friday
- good gracious
- good heavens
- goodness gracious
- goodness me
- good old
- make good
- no good
- put in a good word for
- take something in good part
- take in good part
- thank goodness
- to the good -
20 gracious
См. также в других словарях:
ευγενικός — και βγενικός, ή και ιά, ό (Μ εὐγενικός, ή, όν) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενείς, από αρχοντική γενιά 2. εκείνος που έχει ευγενικά αισθήματα, ευγενές ήθος 3. αυτός που έχει πολιτισμένους τρόπους, που συμπεριφέρεται με ευγένεια νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ευγενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευγενή. 2. αυτός που έχει καλούς τρόπους: Ευγενικό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευγενικός, Ιωάννης — (Κωνσταντινούπολη 1400; – ;). Θεολόγος, νεότερος αδελφός του Μάρκου Ευγενικού (βλ. λ.). Σπούδασε κοντά στον Πλήθωνα και έζησε για πολλά χρόνια στον Μιστρά. Το 1431 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438… … Dictionary of Greek
Ευγενικός, Μάρκος — (Κωνσταντινούπολη 1393 – 1445). Μητροπολίτης Εφέσου (1437 45). Μετά τις σπουδές του δίπλα σε επιφανείς δασκάλους (Γεώργιο Γεμιστό, Ιωάννη Χορτασμένο κ.ά.) έγινε μοναχός στη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων και επιδόθηκε σε θεολογικές μελέτες … Dictionary of Greek
Иоанн Евгеник — (Εύγενικός) из Трапезунда византийский писатель, жил в половине XV века, в подражание Филострату написал ряд художественных описаний ландшафтов (έκφράσεις): Έκφρασις Τραπεξοΰντος , описание о ва Имбра, и г. Коринфа. Кроме того от И. сохранились… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
Марк Эфесский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Марк (имя). Марк Эфесский греч. Μάρκος Ευγενικός … Википедия
Мануил Евгеник — Марк Эфесский оригинальное имя Μάρκος Ευγενικός имя в миру Мануил Евгеник родился … Википедия
έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek