Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ευγενικός

См. также в других словарях:

  • ευγενικός — και βγενικός, ή και ιά, ό (Μ εὐγενικός, ή, όν) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενείς, από αρχοντική γενιά 2. εκείνος που έχει ευγενικά αισθήματα, ευγενές ήθος 3. αυτός που έχει πολιτισμένους τρόπους, που συμπεριφέρεται με ευγένεια νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ευγενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευγενή. 2. αυτός που έχει καλούς τρόπους: Ευγενικό παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευγενικός, Ιωάννης — (Κωνσταντινούπολη 1400; – ;). Θεολόγος, νεότερος αδελφός του Μάρκου Ευγενικού (βλ. λ.). Σπούδασε κοντά στον Πλήθωνα και έζησε για πολλά χρόνια στον Μιστρά. Το 1431 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438… …   Dictionary of Greek

  • Ευγενικός, Μάρκος — (Κωνσταντινούπολη 1393 – 1445). Μητροπολίτης Εφέσου (1437 45). Μετά τις σπουδές του δίπλα σε επιφανείς δασκάλους (Γεώργιο Γεμιστό, Ιωάννη Χορτασμένο κ.ά.) έγινε μοναχός στη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων και επιδόθηκε σε θεολογικές μελέτες …   Dictionary of Greek

  • Иоанн Евгеник — (Εύγενικός) из Трапезунда византийский писатель, жил в половине XV века, в подражание Филострату написал ряд художественных описаний ландшафтов (έκφράσεις): Έκφρασις Τραπεξοΰντος , описание о ва Имбра, и г. Коринфа. Кроме того от И. сохранились… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Марк Эфесский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Марк (имя). Марк Эфесский греч. Μάρκος Ευγενικός …   Википедия

  • Мануил Евгеник — Марк Эфесский оригинальное имя Μάρκος Ευγενικός имя в миру Мануил Евгеник родился …   Википедия

  • έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»