-
1 благородный
благородный ευγενής ◇ \благородныйе металлы τα ευγενή (или πολύτιμα) μέταλλα* * *••благоро́дные мета́ллы — τα ευγενή ( или πολύτιμα) μέταλλα
-
2 металл
металл м το μέταλλο· драгоценные \металлы τα πολύτιμα (или ευγενή) μέταλλα* * *мτο μέταλλοдрагоце́нные мета́ллы — τα πολύτιμα ( или ευγενή) μέταλλα
-
3 металл
металлм τό μέταλλο[ν]:благородные \металлы τά εὐγενή μέταλλα -
4 благородный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно1. ευγενής (την καταγωγή)•пансион -ых девиц πανσιόν ευγενών νεανίδων.
2. ευγενικός, γενναιόφρονας•благородный поступок ευγενική πράξη.
ουσ. ευγενής.εκφρ.- ые металлы – ευγενή μέταλλα. -
5 дворянство
-а ουδ. η ευγένεια, η τάξη των ευγενών. || οι ευγενείς, οι ευπατρίδες•предводитель -ва αρχιγέτης ευγενών•
уездное οι ευγενείς επαρχίας•
русское дворянство οι ευγενείς της Ρωσίας.
|| τίτλος ευγένειας•пожаловать кому-н. дворянство κηρύσσω ευγενή κάποιον, δίνω τον τίτλο ευγενείας.
-
6 личный
επ.1. ατομικός, προσωπικός•-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•
-ая охрана η προσωπική φρουρά•
-ое мнение προσωπική γνώμη•
-ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•
предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•
-ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•
это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•
-ое оскорбление προσωπική προσβολή•
-ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.
ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.2. (γραμμ.) προσωπικός•-ое местоимение προσωπική αντωνυμία.
εκφρ.личный почётный гражданин – παλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•- дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•- ое дело – ατομικός φάκελλος•личный состав – το προοωπιν.ό. -
7 облагородить
-рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облагороженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. εξευγενίζω. || εκλεπτύνω. || διαπλάθω, μορφώνω (για χαρακτήρα κ.τ.τ.).2. (για φυτά) καλυτερεύω.3. κάνω κάποιον ευγενή, ευπατρίδη.εξευγενίζομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. -
8 проба
-ы θ.1. δοκιμή, πρόβα.• проба машины η δοκιμή της μηχανής•проба голосов πρόβα των φωνών•
на -у για δοκιμή.
2. δείγμα (για εξέταση κ.τ.τ.).3. σημαντήρας, σφραγίδα σε αργυρώματα, χρυσώματα (σε ένδειξη γνησιότητας). || τίτλος περιεκτικότητας σε αριθμούς (για ευγενή μέταλλα)•золото 958ой -ы χρυσός με τίτλο 958.
εκφρ.проба пера – δοκιμή της πένας (ικανότητας συγγραφικής)• πρωτόλειο έργο•высшей (высокой) -ы – ανώτατης ποιότητας (βαθμού) έξτρα•низкой -ы – κατώτερης ποιότητας•на -у – για πρόβα, για δοκιμή. -
9 тога
-и θ.ο τήβεννος των Ρωμαίων.εκφρ.рядишься в -у – μεγαλοσχημονώ•рядиться в -у героя – κάνω τον ήρωα•тога в -у благородства – προσποιούμαι τον ευγενή (ευγενικής καταγωγής).
См. также в других словарях:
ευγενή αέρια — Ομάδα αδρανών χημικών στοιχείων, τα οποία δεν αντιδρούν με κανένα στοιχείο. Είναι τα: ήλιο, νέον, αργό, κρυπτό, ξένο, ραδόνιο. Βλ. λ. αέρια, ευγενή … Dictionary of Greek
εὐγενῆ — εὐγενής well born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐγενής well born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐγενής well born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγενή μέταλλα — Είναι τα μέταλλα χρυσός, άργυρος, λευκόχρυσος και τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου (ιρίδιο, όσμιο, παλλάδιο, ρόδιο και ρουθήνιο), που οφείλουν την ονομασία τους στη μεγάλη χημική σταθερότητά τους. Επιπλέον, ο χρυσός, ο άργυρος και ο… … Dictionary of Greek
αέρια, ευγενή — Αέρια που έχουν συμπληρωμένη την εξωτερική ηλεκτρονική τους στιβάδα (δύο ηλεκτρόνια το ήλιο και οκτώ τα υπόλοιπα) και γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουν την τάση ούτε να αποβάλλουν ούτε να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα να είναι χημικά αδρανή,… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Yannis Kondos — Infobox Writer name = Yannis Kondos Γιάννης Κοντός imagesize = caption = birthdate = 1943 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1970 ndash; influences = influenced = website =… … Wikipedia