-
1 эстонский
-
2 эстонский
эстон||скийприл ἐσθονικός. -
3 эстонский
[εστόνσκιΐ] εκ. εσθονικός -
4 эстонский
[εστόνσκιϊ] επ εσθονικός -
5 эстонский
επ.εσθονικός.
См. также в других словарях:
εσθονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εσθονία ή στους Εσθονούς («εσθονική σημαία») … Dictionary of Greek