Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ερωτικές

  • 1 любовный

    επ.
    1. ερωτικός•

    -ое письмо ερωτικό γράμμα, ραβασάκι•

    -ые дела ερωτικές υποθέσεις•

    -ые песни ερωτικά τραγούδια•

    -ая записка ραβασάκι•

    -ая связь ερωτικές σχέσεις (δεσμοί)•

    любовный взгляд ερωτικό βλέμμα•

    бред ερωτικό παραλήρημα.

    2. παλ. φίλτρο•

    -ое напиток πιοτό για έμπνευση έρωτα (φίλτρο).

    Большой русско-греческий словарь > любовный

  • 2 любовный

    любовн||ый
    прил
    1. ἐρωτικός:
    \любовныйый взгляд τό ἐρωτικό βλέμμα· \любовныйая связь ὁΙ ἐρωτικές σχέσεις· \любовныйая записка τό ραβασάκι·
    2. (внимательный, любящий) προσεκτικός, στοργικός:
    \любовныйое отношение к делу ἡ στοργή (или ἡ φροντίδα) γαά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > любовный

  • 3 δοσοληψία

    η
    1) деловая или торговая сделка; 2) отношения, связь;

    ερωτικές δοσοληψίες — любовные связи;

    έχω δοσοληψίες μ' αυτόν — а) я с ним связан, у меня с ним дела; — б) у меня с ним старые счёты

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δοσοληψία

  • 4 επιχείρηση

    [-ις (-εως)] η
    1) операция;

    πολεμική ( — или στρατιωτική) επιχείρηση — военная операция;

    2) прям., перен. предприятие; дело;

    εμπορική (βιομηχανική) επιχείρηση — торговое (промышленное) предприятие;

    τραπεζιτική επιχείρηση — банковое дело;

    ριψοκίνδυνη επιχείρηση — рискованное предприятие;

    εργάζομαι σε επιχείρηση — работать на предприятии;

    § ερωτικές επιχείρήσεις — ухаживание, флирт; — любовные похождения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιχείρηση

  • 5 σχέση

    [-ις (-εως)] η
    1) отношение, связь, взаимосвязь;

    σε σχέση με... ( — или εν σχέσεν προς...) — а) относительно, в отношении (кого-чего-л.); — по отношению к (кому-чему-л.); — б) в связи с (чём-л.);

    σε σχέση μ' αυτό — в этой связи, в связи с этим;

    δεν έχει καμιά σχέση το ένα με τ' άλλον — одно с другим не вяжется; — одно к другому никакого отношения не имеет;

    2) (чаще πλ.) отношения, связи, взаимоотношения;

    διεθνείς (διπλωματικές) σχέσεις — международные (дипломатические) отношения;

    συντροφικές σχέσεις — товарищеские отношения;

    διέκοψα κάθε σχέση μαζί του — я порвал с ним всякие отношения;

    δεν έχω σχέσεις μ' αυτόν — у меня с ним нет никаких отношений;

    3) связь (любовная);

    ερωτικές σχέσεις — любовные связи;

    § τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; — похож, как гвоздь на панихиду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σχέση

  • 6 амур

    α.
    Ερως, -τας, ο θεός του έρωτα•

    - ы πλθ.

    έρωτες, ερωτοδουλειές, ερωτικές περιπέτειες.

    Большой русско-греческий словарь > амур

  • 7 гулять

    ρ.δ., επίρ. μτχ. гуляя κ. гуляючи.
    1. περιπατώ, κάνω περίπατο, βολτάρω, σεργιανίζω. || μτφ. περιφέρομαι, κόβω βόλτες. || διαδίδομαι, μεταδίδομαι γρήγορα, ανεμπόδιστα•

    холера -ет по стране η χολέρα γρήγορα διαδίδεται στη χώρα.

    2. έχω αργία, ρεπό, αργώ, σχολάζω, δε δουλεύω. || (για γη) μένω ακαλλιέργητος.
    3. διασκεδάζω, γλεντώ.
    4. (с кем) έχω ερωτικές σχέσεις. || κάνω έκλυτη ζωή, εξωκέλλω, παραστρατώ.
    εκφρ.
    по рукам -ет – (για επιστολή, βιβλίο κλπ.) περιέρχεται, κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι.
    έχω διάθεση για περίπατο.

    Большой русско-греческий словарь > гулять

  • 8 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 9 интрига

    θ.
    1. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πλεκτάνη, ίντριγκα.
    2. παλ. ερωτικές σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > интрига

  • 10 интрижка

    θ. υποκορ. ερωτικές σχεσούλες.

    Большой русско-греческий словарь > интрижка

  • 11 роман

    α.
    μυθιστόρημα, ρωμάντζο. || ερωτικές σχέσε ις (άντρα με γυναίκα).

    Большой русско-греческий словарь > роман

  • 12 слюбиться

    слюблюсь, слюбишься ρ.σ.
    1. απλ. αγαπιέμαι, αλληλοαγαπιέμαι. || πιάνω ερωτικές σχέσεις.
    2. παλ. μου αρέσει, μου γουστάρει.

    Большой русско-греческий словарь > слюбиться

  • 13 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 14 хороводить

    -воду, -водишь
    ρ.δ. (απλ.).
    1. προσελκύω, τραβώ.
    2. βλ. хороводиться.
    (απλ.)• ασχολούμαι, τραβιέμαι, υποφέρω. || έχω ερωτικές σχέσεις, τραβιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > хороводить

  • 15 шашни

    -ей πλθ.
    ραδιουργίες, σκευωρίες, μηχανορραφίες. || κρυφές ερωτικές σχέσεις, ερωτοδουλειες.

    Большой русско-греческий словарь > шашни

  • 16 шуры-муры

    άκλ. πλθ. ερωτικές δοσοληψίες, ερωτοδουλειές.

    Большой русско-греческий словарь > шуры-муры

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ελεγεία — Ποιητική σύνθεση σε δίστιχα (ο πρώτος στίχος εξάμετρος, ο δεύτερος πεντάμετρος). Η ε. πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ιωνία κατά τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και φαίνεται ότι αρχικά συνοδευόταν από αυλό (η λέξη έλεγος είναι αρμενικής ή φρυγικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • ζωηρεύω — 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία») 2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία 3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση)… …   Dictionary of Greek

  • ρόζ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) 1. αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, τριανταφυλλής (α. «ροζ γραβάτα» β. «ροζ φόρεμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ροζ το ρόδινο, το τριανταφυλλί χρώμα 3. φρ. «ροζ ιστορίες» ιστορίες ερωτικές και συνήθως για παράνομες ερωτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Τάσο, Τορκουάτο — (Tasso, Σορέντο 1544 – Ρώμη 1595). Ιταλός ποιητής. Γιος του λόγιου Μπερνάρντο, έζησε θλιμμένη παιδική ζωή εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, της έλλειψης μόνιμης κατοικίας και της ανάγκης να παρακολουθεί από παιδί, τον περιπλανώμενο… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… …   Dictionary of Greek

  • Σκάλδος — Όνομα (που προέρχεται ίσως από το αρχαίο ισλανδικό scel = αφήγηση ή, πιθανότερα, από το skalda = ραβδί, πάνω στο οποίο χαράζονταν με ρουνικά γράμματα κατάρες και εξορκισμοί εναντίον των εχθρών) το οποίο χαρακτήριζε τους ποιητές πολεμιστές (μη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»