-
1 ερημικός
-
2 ερημικός
η, ό[ν]1) одинокий, уединённый; отшельнический;ερημικό σπίτι — уединённый дом;
ερημική ζωή — отшельническая жизнь;
ερημικός άνθρωπος — отшельник, затворник;
2) пустынный, необитаемый, безлюдный, глухой (о местности);3) покинутый, запустелый, заброшенный; находящийся в запустении (о помещении) -
3 ερημικός
[эримикос] εκ пустынный, одинокий, уединенный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερημικός
-
4 ερημικός
[эримикос] εκ пустынный, одинокий, уединенный. -
5 δρόμος
ο1) дорога, путь;αμαξιτός (έτοιμος) δρόμος — проезжая (торная) дорога;
δημόσιος δρόμος — шоссе;
μακρυνός δρόμος — дальняя дорога;
χάνω τον δρόμο — сбиться с пути;
δεν έχει δρόμο από δω — здесь нет дороги;
κάντε μου δρόμο! — дайте мне дорогу!;
στο δρόμο — а) на моём пути; — б) по пути; — в пути;
από πλάγιο δρόμο — окольным путём;
δυό μέρες δρόμος από... — в двух днях пути от...;
2) улица;ερημικός δρόμος — глухая улица;
στο δρόμος — на улице;
3) бег; пробег, забег;πλ. бега; гонки;μαραθώνιος δρόμος — марафонский бег;
ανώμαλος δρόμος — кросс;
δρόμος ϊππων — скачки;
δρόμος αυτοκινήτων — автомобильные гонки;
δρόμος πεντακοσίων μέτρων — бег на пятьсот метров;
δρόμος μετ' εμποδίων — бег с препятствиями;
4) скорость;5) рейс;έκαμα ένα σωρό δρόμους σήμερα — сегодня я много.ходил;
τό λεωφορείο κάνει δέκα δρόμους την ημέρα — автобус делает десять рейсов в день;
6) перен. ход, течение; оборот;θα ιδούμε τί δρόμο θα πάρει η υπόθεση — посмотрим, какой ход примет дело;
7) астр. орбита;8) (одна) ноша; воз; ездка;έφερε δυό δρόμους άμμο — он привёз два воза песку;
έφερε δυό δρόμους νερό — он два раза ходил за водой;
§ παίρνω δρόμο — пускаться в путь;
παίρνω τούς δρόμους — бродить по улицам, дорогам (от отчаяния, горя);
γυρίζω ( — или περιπλανώμαι) στούς δρόμους — а) бродить по улицам; — б) скитаться;
δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει — он долго шёл, шёл он шёл (в сказках);
η δουλειά πήρε το δρόμο της — работа вошла в свою колею;
πήρε δρόμο η γλώσσα του — он дал волю своему языку;
τραβώ το δρόμο μου — а) идти своей дорогой; — б) преуспевать;
τράβα ( — или κόβε).δρόμο! — убирайся вон!;
ακολουθώ τον δρόμο μου — идти своей дорогой;
δός του δρόμο! — вперёд!, поторопись!;
τοδ'δωσα δρόμο — я его прогнал;
ανοίγω δρόμο — а) прокладывать путь; — б) строить дорогу;
ανοίγω το δρόμο μου — пробивать себе дорогу;
κόβω δρόμο — а) быстро бежать; — б) много ходить; — покрывать большое расстояние; — е) сокращать путь;
να κόψουμε δρόμο δεξιά — а) свернём направо; — б) свернём направо и сократим путь;
κόβω τον δρόμος σε κάποιον — преградить путь кому-л;
μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице (без средств);
αφήνω στούς (πέντε) δρόμους — покидать на произвол судьбы, оставлять без средств (детей, больных);
πετώ ( — или ρίχνω) στον δρόμο — выбросить на улицу;
κλείνω το δρόμο σε κάποιον — стать кому-л. поперёк дороги;
πήρε τον κακό δρόμο — он пошёл по дурному пути;
παιδί τού δρόμου — уличный мальчишка;
γυναίκα τού δρόμου — уличная женщина;
στη μέση τού δρόμου — или στο μισό δρόμο — на половине пути
См. также в других словарях:
ἐρημικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… … Dictionary of Greek
ερημικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην ερημιά, ο μοναχικός: Ερημικός τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρημικά — ἐρημικός of neut nom/voc/acc pl ἐρημικά̱ , ἐρημικός of fem nom/voc/acc dual ἐρημικά̱ , ἐρημικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικῶν — ἐρημικός of fem gen pl ἐρημικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικόν — ἐρημικός of masc acc sg ἐρημικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικαῖς — ἐρημικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικαί — ἐρημικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοῖς — ἐρημικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοί — ἐρημικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημικοῦ — ἐρημικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)