-
1 εργάσιμος
[эргасимос] εκ. предназначенный для работыΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εργάσιμος
-
2 рабочий
I рабочий Ι м о εργάτης II рабочий II 1) εργατικός* \рабочийее движение το εργατικό κίνημα 2) (для работы) εργάσιμος; \рабочий день η εργάσιμη μέρα* * *I мο εργάτηςII1) εργατικόςрабо́чее движе́ние — το εργατικό κίνημα
2) ( для работы) εργάσιμοςрабо́чий день — η εργάσιμη μέρα
-
3 нерабочий
-ая, -ееεπ.1. άεργος, ακαμάτης•нерабочий человек άεργος άνθρωπος.
|| μη εργατικός•-ее происхождение η μη εργατική καταγωγή•
-ая рука μη εργατικό (αδούλευτο) χέρι•
-ая одежда γιορτινή φορεσιά.
2. που δε χρησιμοποιείται για δουλειά (για ζώα)•-скот ζώα που δε χρησιμοποιούνται για δουλειά.
3. μη εργάσιμος•г- день μέρα αργίας•
-ее время μη εργάσιμος (ελεύθερος) χρόνος.
4. μη εργατικός•-ее настроение η μη διάθεση για εργασία•
-ая обстановка μη εργατικό περιβάλλον.
-
4 рабочий
I.(трудящийся) о εργάτ/ης, о εργαζόμενοςII. (состоящий из рабочих, работающий предназначенный для работы служащий для проведения работы) εργατικός, εργασιακόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рабочий
-
5 будничный
бу́дни||чныйприл1. ἐργάσιμος, καθημερινός:\будничныйчный день ἡ ἐργάσιμη (ή)μέρα, ἡ καθημερινή; \будничныйчное платье τά καθημερινά;2. трен. συνηθισμένος, καθημερινός. -
6 нерабочий
нерабо́ч||ийприл μή Εργάσιμος:\нерабочий день μέρα ἀργίας, μέρα σχόλης· у него́ \нерабочийее настроение δέν 6χει ὀρεξη γιά δουλειά. -
7 рабочий
рабочий Iм ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.рабоч||ий IIприл1. ἐργατικός:\рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:\рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·3. (производящий полезную работу):\рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·4. тех. (выполняющий работу):\рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη. -
8 трудовой
трудов||ойприл ἐργάσιμος, τής ἐργασίας:\трудовой день ἡ ἐργάσιμη μέρα· \трудовой фронт τό μέτωπο τής ἐργασίας· \трудовойая жизнь ἡ ζωή τοῦ δουλευτή· \трудовойые деньги χρήματα πού κερδίζονται μέ τή δουλειά· \трудовойо́е население ὁ ἐργαζόμενος λαός· \трудовойо́е воспитание ἡ ἐργατική διαπαιδαγώγηση· \трудовойа́я дисциплина ἡ ἐργατική πειθαρχία· \трудовойые подвиги τά κατορθώματα τής ἐργασίας· \трудовой подъем ὁ ἐργατικός ἐνθουσιασμός· ◊ \трудовойа́я книжка τό ἐργατικό βιβλιάριο[ν]· \трудовойые резервы οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες. -
9 трудовой
[τρουνταβόϊ] εκ. εργάσιμος -
10 трудовой
[τρουνταβόϊ] εκ. εργάσιμος -
11 трудовой
[τρουνταβόϊ] επ εργάσιμος -
12 трудовой
[τρουνταβόϊ] επ εργάσιμος -
13 гулевой
επ. (διαλκ.).1. μη εργάσιμος, της αργίας•-ые дни μέρες αργίας.
|| ακαλλιέργητος, αχρησιμοποίητος.2. ανήθικος, έκλυτος. -
14 рабочий
рабочий 1-его α.εργάτης•индустриальный рабочий εργάτης βιομηχανίας•
фабричный рабочий εργάτης φάμπρικας•
железнодорожные -ие οι σιδηροδρομικοί εργάτες.
рабочий 2-ая, -ее επ.1. εργατικός•-класс εργατική τάξη•
-ее движение εργατικό κίνημα•
рабочий посёлок εργατική συνοικία.
2. εργαζόμενος•-ая молодёжь η εργαζόμενη νεολαία•
-ие пчёлы εργάτριδες μέλισσες•
рабочий скот τα ζώα της δουλειάς (φορτηγά, αροτριόντα).
3. κινητός, κινούμενος• κινητήριος•-ие части машины τα κινητά μέρη της μηχανής•
-ее колесо ο κινητήριος τροχός•
рабочий ход κίνηση της μηχανής.
4. εργάσιμος•-ее время ώρα εργασίας•
рабочий день εργάσιμη μέρα.
|| της δουλειάς• -- костюм; -ая одедца τα ρούχα της δουλειάς.εκφρ.- ая сила – α) εργατική δύναμη• β) εργατικό δυναμικό, οι εργάτες.
См. также в других словарях:
ἐργάσιμος — to be worked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάσιμος — η, ο (AM ἐργάσιμος, ον και ος, η, ον) [εργασία] ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου») αρχ. μσν. (για γη) καλλιεργήσιμος αρχ. 1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ… … Dictionary of Greek
εργάσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί, να δουλευτεί, καλλιεργήσιμος: Ξύλο εργάσιμο. 2. για χρόνο, εκείνος κατά τον οποίο μπορεί ή πρέπει να εργαστεί κανείς: Το γραφείο δέχεται τους πολίτες σε μέρες και ώρες εργάσιμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργασιμώτερον — ἐργάσιμος to be worked masc acc comp sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc comp sg ἐργάσιμος to be worked adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάσιμον — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc sg ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμοις — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμου — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμους — ἐργάσιμος to be worked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμων — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίμῳ — ἐργάσιμος to be worked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάσιμα — ἐργάσιμος to be worked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)