-
1 ερασιτεχνικός
η, ό[ν] любительский, дилетантский; самодеятельный;ερασιτεχνικός όμιλος — кружок самодеятельности;
ερασιτεχνικο (καλλιτεχνικό) συγκρότημα — коллектив художественной самодеятельности
-
2 ερασιτεχνικός
[эраситэхникос] επ любительский, дилетантский. -
3 όμιλος
ο1) общество, объединение;αθλητικός όμιλος — физкультурное общество;
2) кружок, коллектив;λογοτεχνικός όμιλος — литературный кружок;
ερασιτεχνικός όμιλος — самодеятельный коллектив, кружок самодеятельности
См. также в других словарях:
ερασιτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ερασιτέχνη ή σε ερασιτεχνία: Ερασιτεχνικός αλιευτικός σύλλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντιλεταντικός — ή, ό και ντιλετάντικος, η, ο [ντιλετάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ντιλετάντη, ερασιτεχνικός … Dictionary of Greek
ρασιτεχνικός — ή, ό [ερασιτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερασιτέχνη ή στην ερασίτεχνία («ερασιτεχνικός θίασος») … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek
ντιλεταντικός — ή, ό ο ερασιτεχνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)