-
1 επιτυχημένος
[епитихименос] επ успешный. -
2 επιτυχημένος
successfulΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιτυχημένος
-
3 muvaffak
επιτυχημένος -
4 başarılı
επιτυχημένος, επιτυχής, φτασμένος, καταξιωμένος -
5 меткий
меткий εύστοχος, ακριβής (точный)' επιτυχημένος (удачный)* * * -
6 success
[sək'ses]1) ((the prosperity gained by) the achievement of an aim or purpose: He has achieved great success as an actor / in his career.) επιτυχία2) (a person or thing that succeeds or prospers: She's a great success as a teacher.) επιτυχημένος -
7 successful
[-'ses-]adjective ((negative unsuccessful) having success: Were you successful in finding a new house?; The successful applicant for this job will be required to start work next month; a successful career.) επιτυχημένος,που έχει επιτυχία -
8 successful
1) επιτυχημένος2) πετυχημένος
См. также в других словарях:
επιτυγχάνομαι — επιτυγχάνομαι, επιτεύχθηκα, επιτυχημένος βλ. πίν. 149 Σημειώσεις: επιτυγχάνομαι : η μτχ. επιτυχημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (επιτυχημένο αστείο → πετυχημένο, επιτυχημένος ηθοποιός αναγνωρισμένης αξίας) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Λεντ Ζέπελιν — (Led Zeppelin). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Απαρτιζόταν από τον κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ (Jimmy Page, Λονδίνο 1944 –), τον τραγουδιστή Ρόμπερτ Πλαντ (Robert Plant, Μπρόμγουιτς 1948 –), τον μπασίστα Τζον Πολ Τζόουνς (John Paul Jones, Σίντκαπ… … Dictionary of Greek
Μακ Κάρτνεϊ, Πολ — (Sir James Paul McCartney, Λίβερπουλ 1942 –). Άγγλος μουσικός και συνθέτης. Ο Μ.Κ., ο πιο επιτυχημένος στην προσωπική του καριέρα από τα τέσσερα μέλη των Beatles, γνώρισε τον Τζον Λένον (βλ. λ.) το 1957 και μετά από μια περίοδο αναζητήσεων… … Dictionary of Greek
αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… … Dictionary of Greek
βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] … Dictionary of Greek
βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… … Dictionary of Greek
βολικός — ή, ό 1. άνετος, αναπαυτικός 2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»] … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… … Dictionary of Greek
ευτυχίτης — εὐτυχίτης, ὁ (Μ) [ευτυχής] τυχερός, επιτυχημένος … Dictionary of Greek
εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… … Dictionary of Greek