-
1 настольный
επιτραπέζιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > настольный
-
2 настольный
насто́льная ла́мпа — η επιτραπέζια λάμπα
-
3 настольный
насто́льн||ыйприл1. ἐπιτραπέζιος, τοῦ τραπεζιού:\настольныйая лампа ἡ ἐπιτραπέζιος λάμπα· \настольный телефон τό τηλέφωνο τοῦ γραφείου·2. перен (необходимый):\настольныйая книга τό μόνιμο βοήθημα. -
4 весы
1. (прибор для определения веса) о ζυγόςη ζυγαριά2. астр. о Ζυγός (αστερισμός)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > весы
-
5 вино
ο οίνοςτο κρασίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вино
-
6 столовый
1. (предназначенный для обеденного стола) του τραπεζιούτου φαγητούεπιτραπέζιος2. геогр. 3. астр.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > столовый
-
7 тиски
мн. η μέγγενη, ο συνδήκτοραςο συσφιγκτήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тиски
-
8 застольный
застольн||ыйприл ἐπιτραπέζιος:\застольныйая песня τραγούδι τής τάβλας. -
9 столовый
столов||ыйприл τοῦ τραπεζιοῦ, ἐπιτραπέζιος:\столовыйая ложка τό κουτάλι τής σούπας· \столовый прибор τό σερβίτσιο· \столовыйое вино́ τό ἐπιτραπέζιο κρασί. -
10 застольный
[ζαστόλ'νυϊ] εκ. επιτραπέζιος -
11 настольный
[ναστόλ'νυϊ] εκ. επιτραπέζιος -
12 застольный
[ζαστόλ'νυϊ] επ επιτραπέζιος -
13 настольный
[ναστόλ'νυϊ] επ επιτραπέζιος -
14 настольный
επ.1. επιτραπέζιος•-аи лампа επιτραπέζια λάμπα•
-ые часы επιτραπέζιο ω-ρολόι•
настольный календарь επιτραπέζιο ημερολόγιο.
2. μτφ. αγαπητός, αχώριστος•-ая книга αγαπητό βιβλίο.
См. также в других словарях:
ἐπιτραπέζιος — on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτραπέζιος — α, ο (AM ἐπιτραπέζιος, ον) αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῑναι», Ευστ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιτραπέζιος ο τραπεζοκόμος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ … Dictionary of Greek
επιτραπέζιος — α, ο ο τοποθετημένος στο τραπέζι ή ο προορισμένος να τοποθετείται σ αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτραπέζιον — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc sg ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίοις — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίου — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίους — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίων — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίῳ — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπέζια — ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπέζιοι — ἐπιτραπέζιος on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)