Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επιμελητής

См. также в других словарях:

  • ἐπιμελητής — one who has charge of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιμελητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που φροντίζει για κάτι, που εποπτεύει. 2. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που έχει ως έργο την εποπτεία (επιτήρηση) έργου: Επιμελητής των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης. 3. επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημιακής σχολής (ιδίως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμεληταῖς — ἐπιμελητής one who has charge of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμεληταί — ἐπιμελητής one who has charge of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητοῦ — ἐπιμελητής one who has charge of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητῇ — ἐπιμελητής one who has charge of masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητήν — ἐπιμελητής one who has charge of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητῶν — ἐπιμελητής one who has charge of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πιμελητά — ἐπιμελητά̱ , ἐπιμελητής one who has charge of masc nom/voc/acc dual ἐπιμελητά , ἐπιμελητής one who has charge of masc voc sg ἐπιμελητά , ἐπιμελητής one who has charge of masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»