Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επικυρώνω

См. также в других словарях:

  • επικυρώνω — επικυρώνω, επικύρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επικυρώνω — επικύρωσα, επικυρώθηκα, επικυρωμένος, μτβ. 1. προσθέτω κύρος σε κάτι, το κάνω έγκυρο, το επισημοποιώ: Επικυρώθηκε η συνθήκη ειρήνης. 2. επιβεβαιώνω κάτι ως αληθινό ή ορθό, το πιστοποιώ: Επικυρώνω τα λεγόμενά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικυρώνω — (AM ἐπικυρῶ, όω) [κυρώνω] προσδίδω κύρος σε κάτι, καθιστώ έγκυρο κάτι (α. «επικυρώθηκε η συνθήκη» β. «ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην», Θουκ.) νεοελλ. επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι, συμφωνώ («επικύρωσε τα λόγια του») …   Dictionary of Greek

  • επιχειροτονώ — ἐπιχειροτονῶ, έω (Α) 1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση τής χειρός 2. επικυρώνω, επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο τονώ] …   Dictionary of Greek

  • προσεπικυρώνω — Ν επικυρώνω, επιβεβαιώνω («ο δικηγόρος προσεπικύρωσε τη διαθήκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + επικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικυρῶ, όω, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • συνεπικυρώ — έω, Α επικυρώνω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπιψηφίζω — ΜΑ (το μέσ.) συνεπιψηφίζομαι ψηφίζω, εγκρίνω από κοινού αρχ. επικυρώνω κι εγώ με την ψήφο μου («δόξαντος... τῷ συνεδρίῳ καὶ τοῡ δήμου συνεπιψηφίσαντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιψηφίζω, ομαι «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] …   Dictionary of Greek

  • βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… …   Dictionary of Greek

  • διακυρώ — διακυρῶ ( όω) (Α) επικυρώνω …   Dictionary of Greek

  • εγκαθιστώ — ( άω) (AM ἐγκαθίστημι Μ και ἐγκαθιστῶ) Ι. 1. τοποθετώ 2. ορίζω ή επιτρέπω σε κάποιον να μείνει μόνιμα σε ορισμένο τόπο 3. επικυρώνω με επίσημη πράξη ή τελετή την ανάληψη καθηκόντων από υπάλληλο ή αξιωματούχο 4. (για πολίτευμα, σύστημα κ.λπ.)… …   Dictionary of Greek

  • εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»