Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επικολλώ

  • 1 напаять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напаянный, βρ: -аян, -а, -о
    επικολλώ• συγκολλώ (για μέταλλα)•

    напаять пластинку επικολλώ μεταλλική πλακίτσα•

    напаять резцов επικολλώ κοπτήρες.

    Большой русско-греческий словарь > напаять

  • 2 приклеивать

    приклеивать, приклеить κολνώ, επικολλώ
    * * *
    = приклеить
    κολνώ, επικολλώ

    Русско-греческий словарь > приклеивать

  • 3 надклеить

    -ю, -ишь
    ρ.σ.μ.
    επικολλώ.
    επικολλώ.

    Большой русско-греческий словарь > надклеить

  • 4 наклеивание

    η (επι)κόλληση
    -ть κολλώ, επικολλώ

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наклеивание

  • 5 наклеивать

    наклеивать
    несов, наклеить сов κολλώ, ἐπικολλῶ.

    Русско-новогреческий словарь > наклеивать

  • 6 облепить

    облепить
    сов, облеплять несов
    1. (покрывать со всех сторон) σκεπάζω, κολλώ:
    грязь облепила колеса ἡ λάσπη ἐκόλλησε στους τροχούς·
    2. (обклеивать) разг κολλώ, προσκολλώ, ἐπικολλώ:
    \облепить стену объявлениями γεμίζω τόν τοίχον μέ ἀγγελίες, τοιχοκολλώ ἀγγελίες·
    3. (плотно окружать, густо покрывать) разг μαζεύομαι τριγύρω, σωριάζομαι, σκεπάζω.

    Русско-новогреческий словарь > облепить

  • 7 оклеивать

    оклеивать
    несов, оклеить сов κολλώ, κολνῶ, ἐπικολλώ:
    \оклеивать стеиу афишами τοιχοκολλώ ἀγγελίες.

    Русско-новогреческий словарь > оклеивать

  • 8 прилепить

    прилепить
    сов κολλώ (μετ.), κολνῶ, προσκολλώ, ἐπικολλώ:
    \прилепить марку κολλώ τό γραμματόσημο[ν]· \прилепить этикетку κολλῶ ἐτικέττα \прилепиться προσκολλώμαι, κολλώ (αμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > прилепить

  • 9 висеть

    вишу, висишь, ρ.δ.
    1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•

    лампа висит η λάμπα κρέμεται.

    || είμαι ευρύχωρος•

    пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).

    2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•

    на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.

    3. επικρέμαμαι•

    дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.

    || επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•

    беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.

    εκφρ.
    висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•
    висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•
    мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα.

    Большой русско-греческий словарь > висеть

  • 10 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 11 над...

    (надо... κ. надъ...)• πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. επαύξηση• επιπρόσθεση, συμπλήρωση π.χ. надвязать, надклеить, надрисовать κλπ., αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επι...»: επιδένω, επικολλώ κλπ.
    2. λειψή ενέργεια ή επέκταση της ενέργειας όχι σε όλο το αντικείμενο, αλλά στην επιφάνεια του π.χ. надкусить, надломить κλπ.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ουσ. και επ. παραπάνω από κάτι• πάνω σε κάτι (επι...): надбровье, надземный κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > над...

  • 12 налепить

    -еплю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налепленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επικολλώ.
    2. (με σημ. ποσοτική) πλάθω.

    Большой русско-греческий словарь > налепить

  • 13 оклеить

    -ю, -ишь
    ρ.σ.μ.
    επικολλώ, καλύπτω με επικολλήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > оклеить

  • 14 подклепать

    ρ.σ.μ.
    1. γυρώνω, πριτσινάρω, τζαβετάρω αποκάτω.
    2. επικολλώ, κολλώ επιπρόσθετα.

    Большой русско-греческий словарь > подклепать

  • 15 приклеить

    ρ.σ.μ.
    επικολλώ, προσκολλώ. || επικολλιέμαι, προσκολλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > приклеить

  • 16 прилепить

    ρ.σ.μ. κολλώ, επικολλώ•

    прилепить пластырь κολλώ έμπλαστρο•

    прилепить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελο•

    прилепить воском κολλώ με κερί.

    || τοποθετώ πολύ σιμά, κολλητά. || επιθέτω, βάζω• ράβω •. εφαρμόζω.
    (επι)κολλώ•

    пластырь -лся το έμπλαστρο κόλλησε.

    || τοποθετούμαι, κείμαι πολύ σιμά, κολλητά. || προσκολλιέμαι, αφοσιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прилепить

См. также в других словарях:

  • επικολλώ — επικολλώ, επικόλλησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: επικολλώ : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται καμιά φορά στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επικολλώ — (Α ἐπικολλῶ, άω) κολλώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια, προσαρμόζω ή εφαρμόζω κάτι με επικόλληση …   Dictionary of Greek

  • επικολλώ — επικόλλησα, επικολλήθηκα, επικολλημένος, μτβ., κολλώ κάτι πάνω σε άλλο, προσαρμόζω (εφαρμόζω) με επικόλληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] …   Dictionary of Greek

  • εμπλάσσω — ἐμπλάσσω και ἐμπλάττω (Α) 1. περικλείω, περιβάλλω 2. σχηματίζω, διαμορφώνω 3. προσκολλώ, επικολλώ 4. φράζω, στουπώνω 5. είμαι εύπλαστος …   Dictionary of Greek

  • επικολλαίνω — ἐπικολλαίνω (Α) [κόλλα] προσκολλώ πάνω σε κάτι, επικολλώ («πηλὸν ἐπικολλαίνουσι», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • επικόλληση — η [κολλώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικολλώ* 2. η τοποθέτηση σε έγγραφο, βιβλιάριο κ.λπ. («επικόλληση ενσήμων, χαρτοσήμου, φωτογραφίας» κ.λπ.) 3. η επίστρωση πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου λεπτών φύλλων πολύτιμου ξύλου, το… …   Dictionary of Greek

  • παρακολλώ — άω / παρακολλῶ, άω, ΝΑ, παρακολνώ Ν ενώνω τα άκρα ή τις επιφάνειες δύο αντικειμένων, συγκολλώ νεοελλ. 1. κολλώ κάτι πάρα πολύ, ώστε να μην αποσπάται εύκολα 2. προσκολλώμαι σε κάποιον 3. μτφ. ενοχλώ κάποιον προκλητικά, επίμονα αρχ. στερεώνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • πλακέ — Ν άκλ. 1. όμοιος στο σχήμα με πλάκα 2. αυτός που έχει λάβει σχήμα πεπλατυσμένο μετά από συμπίεση 3. το ουδ. ως ουσ. το πλακέ μέταλλο με λεπτό επίστρωμα χρυσού ή αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plaque < ρ. plaquer «επικολλώ πλάκες μετάλλου»] …   Dictionary of Greek

  • τοιχοκολλώ — άω, Ν 1. επικολλώ στον τοίχο αγγελία, διαφήμιση ή αφίσα 2. γνωστοποιώ κάτι με τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + κολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»