-
1 напаять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напаянный, βρ: -аян, -а, -оεπικολλώ• συγκολλώ (για μέταλλα)•напаять пластинку επικολλώ μεταλλική πλακίτσα•
напаять резцов επικολλώ κοπτήρες.
-
2 приклеивать
-
3 надклеить
-
4 наклеивание
η (επι)κόλληση-ть κολλώ, επικολλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклеивание
-
5 наклеивать
наклеиватьнесов, наклеить сов κολλώ, ἐπικολλῶ. -
6 облепить
облепитьсов, облеплять несов1. (покрывать со всех сторон) σκεπάζω, κολλώ:грязь облепила колеса ἡ λάσπη ἐκόλλησε στους τροχούς·2. (обклеивать) разг κολλώ, προσκολλώ, ἐπικολλώ:\облепить стену объявлениями γεμίζω τόν τοίχον μέ ἀγγελίες, τοιχοκολλώ ἀγγελίες·3. (плотно окружать, густо покрывать) разг μαζεύομαι τριγύρω, σωριάζομαι, σκεπάζω. -
7 оклеивать
оклеиватьнесов, оклеить сов κολλώ, κολνῶ, ἐπικολλώ:\оклеивать стеиу афишами τοιχοκολλώ ἀγγελίες. -
8 прилепить
прилепитьсов κολλώ (μετ.), κολνῶ, προσκολλώ, ἐπικολλώ:\прилепить марку κολλώ τό γραμματόσημο[ν]· \прилепить этикетку κολλῶ ἐτικέττα \прилепиться προσκολλώμαι, κολλώ (αμετ.). -
9 висеть
вишу, висишь, ρ.δ.1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•лампа висит η λάμπα κρέμεται.
|| είμαι ευρύχωρος•пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).
2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.
3. επικρέμαμαι•дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.
|| επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.
εκφρ.висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα. -
10 на...
πρόθεμαI.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).
2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•
накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.
4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.II.Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.III.Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.IV.Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого. -
11 над...
(надо... κ. надъ...)• πρόθεμα.I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. επαύξηση• επιπρόσθεση, συμπλήρωση π.χ. надвязать, надклеить, надрисовать κλπ., αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επι...»: επιδένω, επικολλώ κλπ.2. λειψή ενέργεια ή επέκταση της ενέργειας όχι σε όλο το αντικείμενο, αλλά στην επιφάνεια του π.χ. надкусить, надломить κλπ.II.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ουσ. και επ. παραπάνω από κάτι• πάνω σε κάτι (επι...): надбровье, надземный κλπ. -
12 налепить
-еплю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налепленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. επικολλώ.2. (με σημ. ποσοτική) πλάθω. -
13 оклеить
-ю, -ишьρ.σ.μ.επικολλώ, καλύπτω με επικολλήσεις. -
14 подклепать
ρ.σ.μ.1. γυρώνω, πριτσινάρω, τζαβετάρω αποκάτω.2. επικολλώ, κολλώ επιπρόσθετα. -
15 приклеить
ρ.σ.μ.επικολλώ, προσκολλώ. || επικολλιέμαι, προσκολλιέμαι. -
16 прилепить
ρ.σ.μ. κολλώ, επικολλώ•прилепить пластырь κολλώ έμπλαστρο•
прилепить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελο•
прилепить воском κολλώ με κερί.
|| τοποθετώ πολύ σιμά, κολλητά. || επιθέτω, βάζω• ράβω •. εφαρμόζω.(επι)κολλώ•пластырь -лся το έμπλαστρο κόλλησε.
|| τοποθετούμαι, κείμαι πολύ σιμά, κολλητά. || προσκολλιέμαι, αφοσιώνομαι.
См. также в других словарях:
επικολλώ — επικολλώ, επικόλλησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: επικολλώ : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται καμιά φορά στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικολλώ — (Α ἐπικολλῶ, άω) κολλώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια, προσαρμόζω ή εφαρμόζω κάτι με επικόλληση … Dictionary of Greek
επικολλώ — επικόλλησα, επικολλήθηκα, επικολλημένος, μτβ., κολλώ κάτι πάνω σε άλλο, προσαρμόζω (εφαρμόζω) με επικόλληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] … Dictionary of Greek
εμπλάσσω — ἐμπλάσσω και ἐμπλάττω (Α) 1. περικλείω, περιβάλλω 2. σχηματίζω, διαμορφώνω 3. προσκολλώ, επικολλώ 4. φράζω, στουπώνω 5. είμαι εύπλαστος … Dictionary of Greek
επικολλαίνω — ἐπικολλαίνω (Α) [κόλλα] προσκολλώ πάνω σε κάτι, επικολλώ («πηλὸν ἐπικολλαίνουσι», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
επικόλληση — η [κολλώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικολλώ* 2. η τοποθέτηση σε έγγραφο, βιβλιάριο κ.λπ. («επικόλληση ενσήμων, χαρτοσήμου, φωτογραφίας» κ.λπ.) 3. η επίστρωση πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου λεπτών φύλλων πολύτιμου ξύλου, το… … Dictionary of Greek
παρακολλώ — άω / παρακολλῶ, άω, ΝΑ, παρακολνώ Ν ενώνω τα άκρα ή τις επιφάνειες δύο αντικειμένων, συγκολλώ νεοελλ. 1. κολλώ κάτι πάρα πολύ, ώστε να μην αποσπάται εύκολα 2. προσκολλώμαι σε κάποιον 3. μτφ. ενοχλώ κάποιον προκλητικά, επίμονα αρχ. στερεώνω κάτι… … Dictionary of Greek
πλακέ — Ν άκλ. 1. όμοιος στο σχήμα με πλάκα 2. αυτός που έχει λάβει σχήμα πεπλατυσμένο μετά από συμπίεση 3. το ουδ. ως ουσ. το πλακέ μέταλλο με λεπτό επίστρωμα χρυσού ή αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plaque < ρ. plaquer «επικολλώ πλάκες μετάλλου»] … Dictionary of Greek
τοιχοκολλώ — άω, Ν 1. επικολλώ στον τοίχο αγγελία, διαφήμιση ή αφίσα 2. γνωστοποιώ κάτι με τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + κολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek