Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επικίνδυνος

См. также в других словарях:

  • επικίνδυνος — η, ο (Α ἐπικίνδυνος, ον) [κίνδυνος] 1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα») 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.) 3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων… …   Dictionary of Greek

  • επικίνδυνος — η, ο επίρρ. α 1. που περιέχει κίνδυνο, που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα, επίφοβος: Επικίνδυνη κατάσταση. 2. που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων: Επικίνδυνη εγχείρηση. – Επικίνδυνος άνθρωπος. 3. που διατρέχει κίνδυνο, που βρίσκεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικίνδυνος — ἐπικίνδῡνος , ἐπικίνδυνος in danger masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικινδυνότερον — ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger adverbial comp ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger masc acc comp sg ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бѣдьныи — (38) пр. 1.Бедственный, опасный: отъ недоуга дългаго. и бѣдьнааго (ἐπικίνδύνου) КЕ XII, 186а; Блг(с)влю г(с)а на всѩко. времѩ. не въ бл҃го д҃ни токмо жити˫а. нъ и въ бѣдныхъ временѣхъ. (περιστατικοῖς) ПНЧ 1296, 109 об.; ˫ако любѩщимъ б҃а не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βούβαλος — Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την… …   Dictionary of Greek

  • τριπλοκίνδυνος — ὁ, Μ 1. τριπλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος 2. ως επίθ. ο τρεις φορές επικίνδυνος, πολύ επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλόος/ οῦς + κίνδυνος] …   Dictionary of Greek

  • κἀπικινδύνως — ἐπικινδύ̱νως , ἐπικίνδυνος in danger adverbial ἐπικινδύ̱νως , ἐπικίνδυνος in danger masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικινδυνοτάτων — ἐπικινδῡνοτάτων , ἐπικίνδυνος in danger fem gen superl pl ἐπικινδῡνοτάτων , ἐπικίνδυνος in danger masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικινδυνοτέρα — ἐπικινδῡνοτέρᾱ , ἐπικίνδυνος in danger fem nom/voc/acc comp dual ἐπικινδῡνοτέρᾱ , ἐπικίνδυνος in danger fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικινδυνοτέρας — ἐπικινδῡνοτέρᾱς , ἐπικίνδυνος in danger fem acc comp pl ἐπικινδῡνοτέρᾱς , ἐπικίνδυνος in danger fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»