Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιζητώ

  • 1 домогаться

    ρ.δ.
    επιδιώκω, κυνηγώ, επιζητώ επίμονα, τρώγομαι• αποβλέπω, εποφθαλμιώ•

    власти επιδιώκω να πάρω την εξουσία•

    домогаться признания επιζητώ την αναγνώριση•

    домогаться повышение по службе επιδιώκω επίμονα την προαγωγή στην υπηρεσία•

    он долго -лся этого места από καιρό αυτός κυνηγούσε αυτή τη θέση•

    домогаться известной должности εποφθαλμιώ περίφημο αξίωμα•

    -почестей επιζητώ τιμές.

    Большой русско-греческий словарь > домогаться

  • 2 напроситься

    -ошусь, -осишься ρ.σ.
    1. ζητώ επίμονα, παρακαλώ.
    2. επιδιώκω, γυρεύω, επιζητώ•

    напроситься в гости επιδιώκω να με καλέσουν φιλοξενούμενο•

    напроситься на комплимент επιζητώ τα κοπλιμέντα•

    напроситься в друзья επιδιώκω, τη φιλία τους•

    напроситься идти вместе επιζητώ να με πάρουν μαζί τους.

    3. (απλ.)
    επιμένω στην τιμή, ζητώ (για πώληση, εμπόριο).

    Большой русско-греческий словарь > напроситься

  • 3 стремиться

    стремиться επιδιώκω, επιζητώ
    * * *
    επιδιώκω, επιζητώ

    Русско-греческий словарь > стремиться

  • 4 гоняться

    гонять||ся
    1. (преследовать) καταδιώκω, κυνηγώ:
    *-ся Друг за дру́-гом κυνηγώ ὁ ἕνας τόν ἀλλον
    2. (стремиться к чему-л.) разг ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ, κυνηγώ:
    *-ся ва почестями ἐπιζητώ τιμές· \гонятьсяся за славой κυνηγώ τή δόξα.

    Русско-новогреческий словарь > гоняться

  • 5 добиваться

    добиваться
    несов προσπαθώ νά πετύχω, ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ:
    от него́ слова не добьешься δέν μπορείς νά τοῦ ἀποσπάσεις ὁὔτε λέξη· упорно \добиваться чего-л. ἐπιζητω ἐπίμονα νά κατορθώσω κάτι· \добиваться с трудом κατορθώνω κάτι μέ δυσκολία· \добиваться решения ἐπιδιώκω τήν λύση τοῦ ζητήματος· \добиваться своего́ προσπαθώ νά πετύχω τόν σκοπό μου.

    Русско-новогреческий словарь > добиваться

  • 6 набиваться

    набивать||ся
    1. (наполняться) γεμίζω (άμετ.)·
    2. (напрашиваться) разг ἐπιζητώ, ἐπιδιώκω:
    \набиватьсяся в друзья ἐπιζητῶ τήν φιλία κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > набиваться

  • 7 стремиться

    επιδιώκω, προσπαθώ, επιζητώ, αποσκοπώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стремиться

  • 8 выпытывать

    выпытывать
    несов (что-л. у кого-л.) προσπαθώ (или ἐπιζητώ, ἐπιδιώκω) νά μάθω:
    \выпытывать секрет προσπαθώ νά μάθω τό μυστικό.

    Русско-новогреческий словарь > выпытывать

  • 9 доискиваться

    доискиваться
    несов
    1. см. доискаться·
    2. (стараться разузнать, усиленно разыскивать) (ἀνα)ζητῶ νά βρῶ, ἐπιζητώ, ψάχνω:
    \доискиваться истины ζήτω νά βρω τήν ἀλήθεια.

    Русско-новогреческий словарь > доискиваться

  • 10 допытываться

    допытываться
    несов ἐπιζητώ, προσπαθώ νά μάθω.

    Русско-новогреческий словарь > допытываться

  • 11 напрашиваться

    напрашив||аться
    несов
    1. разг πάω φιρί φιρί, ἐπιδιώκω νά...:
    \напрашиваться на обед ἐπιδιώκω νά μέ καλεσουν σέ γεύμα· \напрашиваться на комплименты ἐπιζητώ κομπλιμέντα·
    2. (о мысли и т. ἡ.) βγαίνω μόνος μου:
    \напрашиватьсяается вывод βγαίνει μόνο του τό συμπέρασμα например вводн. сл. παραδείγματος χάριν, λόγου χάρη.

    Русско-новогреческий словарь > напрашиваться

  • 12 преследовать

    преследовать
    несов
    1. καταδιώκω, κυνηγώ:
    \преследовать зверя θηρεύω, κυνηγώ· \преследовать врага по пятам καταδιώκω τόν ἐχθρό κατά πόδας·
    2. (подвергать гонениям) διώκω, κατατρέχω·
    3. (о законе) διώκω:
    \преследовать в судебном порядке διώκω ποινικώς·
    4. (донимать\преследовать о мыслях и т. п.) κυνηγώ, καταδιώκω, βασανίζω:
    эта мысль \преследоватьует меня ἡ ίδέα αὐτη μέ καταδιώκει·
    5. (стремиться к чему-л.) ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ:
    \преследовать цель ἐπιδιώκω, ἀποσκοπώ, ἀποβλέπω· \преследовать собственные интересы ἐπιδιώκω τά ἀτομικά μου συμφέροντα

    Русско-новогреческий словарь > преследовать

  • 13 рваться

    рваться
    несов
    1. (разрываться) (ξε-) σχίζομαι / κόβομαι, κομματιάζομαι (о нити, веревке),
    2. (стремиться куда-л.) θέλω, ἐπιθυμώ, (έπι)ζητώ:
    \рваться в бой ἐπιζητώ νά ρίχτω στή μάχη· \рваться на гвобо́ду ἐπιθυμώ τή λευτεριά·
    3. (взрываться) ἐκρήγνυμαι, σκάζω:
    снаряды рву́тся τά βλήματα σκάζουν.

    Русско-новогреческий словарь > рваться

  • 14 набиваться

    [ναμπιβάτ'σα] ρ. γεμίζω, (μεταφ.) επιζητώ

    Русско-греческий новый словарь > набиваться

  • 15 набиваться

    [ναμπιβάτ'σα] ρ γεμίζω, (μεταφ) επιζητώ

    Русско-эллинский словарь > набиваться

  • 16 гнать

    гоню, гонишь, παρλθ. χρ. гнал, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. гонящий, παθ. μτχ. ενεστ. гонимый, βρ: -ним, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. οδηγώ, βγάζω κοπάδι στη βοσκή, σκαρίζω. || στέλλω, κατευθύνω.
    2. παροτρύνω, προτρέπω• βιάζω, επισπεύδω. || οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα (αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) κυνηγώ, καταδιώκω.
    4. διώχνω, απελαύνω.
    5. αποστάζω, βγάζω οινόπνευμα.
    6. (χυδ.) δίνω•

    гони деньги βγάλε λεφτά, κατέβαινε.

    εκφρ.
    гнать в шею ή взашей – (απλ.) πιάνω από το λαιμό (το γιακά) και διώχνω.
    1. κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω κατά πόδι, στο κοντό.
    2. επιδιώκω, επιζητώ•

    гнать за прибылью κυνηγώ το κέρδος•

    гнать за славой κυνηγώ τη δόξα.

    Большой русско-греческий словарь > гнать

  • 17 искать

    ищу, ищешь, μτχ. ενστ. ищущий, επίρ. μτχ. ища ρ.δ.
    1. ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναγυρεύω•

    искать книгу γυρεύω το βιβλίο•

    искать работу ψάχνω (να βρω) δουλειά• искать кого-н. глазами ψάχνω να δω κάποιον•

    искать место ψάχνω θέση•

    в нем все ищут τον αναζητούν όλοι.

    || ενάγω, μηνύω, εγκαλώ.
    2. προσπαθώ, επιδιώκω, επιζητώ. || καταζητώ (για σύλληψη)•
    3. γαλιφίζω, κολακεύω, γλύφω, καλοπιάνω.
    εκφρ.
    искать чьей рукиπαλ. ζητώ το χέρι κάποιας (τη συγκατάθεση για γάμο).
    ερευνούμαι• αναζητούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > искать

  • 18 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 19 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 20 норовить

    -влю, -вишь
    ρ.δ. έχω για σκοπό, σκοπεύω αποβλέπω σε κάτι πηγαίνω (τραβώ) για...
    επιδιώκω, επιζητώ (ευκαιρία, αφορμή), πηγαίνω φιρί-φιρί•

    он так и -йт, как бы с кем поссориться αυτός ζητάαφορμή, πως να μαλώσει με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > норовить

См. также в других словарях:

  • επιζητώ — επιζητώ, επιζήτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: επιζητώ : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται καμιά φορά στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιζητώ — (AM ἐπιζητῶ, έω) επιδιώκω, προσπαθώ να βρω τρόπο για να αποκτήσω ή να επιτύχω κάτι (α. «επιζητεί τη φιλία του» β. «ἐπιζητοῡσι... τῶν τοιούτων ἀκούειν», Πολύβ.) αρχ. 1. αναζητώ κάποιον («ἐπιζητήσει τὸν Κροῑσον», Ηρόδ.) 2. ερευνώ περαιτέρω …   Dictionary of Greek

  • επιζητώ — επιζήτησα, επιζητήθηκα 1. ζητώ κάτι επίμονα ή για πολύ καιρό, το γυρεύω εντατικά. 2. επιδιώκω να πετύχω κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιζητῶ — ἐπιζητέω seek after pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιζητέω seek after pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιζητέω seek after pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιζητέω seek after pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • φιλοδοξώ — φιλοδοξῶ, έω, ΝΑ [φιλόδοξος] αγαπώ πολύ και επιδιώκω την δόξα, είμαι φιλόδοξος νεοελλ. επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιήσω ένα έργο αρχ. 1. φρ. «φιλοδοξῶ εἴς τινας» επιζητώ να δοξαστώ μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (Πολ.) 2. παροιμ. «φιλοδοξῶ ἐν… …   Dictionary of Greek

  • αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • αδικοδοξώ — ἀδικοδοξῶ ( έω) (AM) επιζητώ τη δόξα με άδικα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδικόδοξος < ἄδικος + δόξα] …   Dictionary of Greek

  • αμφιμάομαι — ἀμφιμάομαι (Α) (μόνο στην προστ. ἀμφιμάσασθε) σπογγίζω, πλένω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι* + μάομαι «επιδιώκω, επιζητώ»] …   Dictionary of Greek

  • αντεπιζητώ — ἀντεπιζητῶ ( έω) (Μ) επιζητώ και εγώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»