Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επιδένω

См. также в других словарях:

  • επιδένω — επιδένω, επέδεσα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιδένω — (AM ἐπιδένω και ἐπιδέννω) περιβάλλω με επίδεσμο …   Dictionary of Greek

  • επιδένω — επίδεσα και επέδεσα, επιδέθηκα, επιδεμένος, μτβ., δένω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι με επίδεσμο, το φασκιώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιδεσμώ — έω, ΜΑ επιδένω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδεσμῶ «επιδένω»] …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • ανείρω — ἀνείρω (Α) 1. συνάπτω, επιδένω 2. πλέκω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρω (Ι) «συναρμολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • ανεπίδετος — η, ο (Α ἀνεπίδετος, ον) αυτός που δεν επιδέθηκε «ανεπίδετα τραύματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιδέω (Ι) «περιβάλλω με επίδεσμο, επιδένω»] …   Dictionary of Greek

  • γυψώνω — (AM γυψῶ, όω) [γύψος] επαλείφω με γύψο νεοελλ. 1. (για κρασί) ρίχνω γύψο στο κρασί για να μην είναι θολό αλλά διαυγές 2. επιδένω με γύψινο επίδεσμο μέλος τού σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή εξάρθρωση, για να διατηρηθεί ακίνητο 3. (για το… …   Dictionary of Greek

  • επιδεσμεύω — ἐπιδεσμεύω (AM) [επίδεσμος] επιδένω …   Dictionary of Greek

  • επιδεσμώ — ἐπιδεσμῶ, έω (AM) [επίδεσμος] επιδένω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»