-
1 бинтовать
-
2 наложить
наложить 1) (положить) θέτω, βάλλω* \наложить повязку επιδένω 2) (назначить что-л.) επιθέτω, επιβάλλω" \наложить штраф επιβάλλω πρόστιμο* * *1) ( положить) θέτω, βάλλωналожи́ть повя́зку — επιδένω
2) (назначить что-л.) επιθέτω, επιβάλλωналожи́ть штраф — επιβάλλω πρόστιμο
-
3 перевязать
-
4 забинтовать
-
5 перевязать
-вяжу, -вяжешь, παθ.μτχ. παρλθ. χρ. перевязанный, βρ: -зан, -а, -о; ρ.σ.μ.1. επιδένω•перевязать рану επιδένω την πληγή.
2. περιδένω•перевязать корзину περιδένω το καλάθι.
3. δένω συνολικά ή εν μέρει•перевязать все книги в пачки δένω όλα τα βιβλία σε πάκα.
4. ξαναδένω δένω διαφορετικά.1. επιδένομαι•раненый сам -лся ο τραυματίας μόνος του επιδέθηκε.
2. δένομαι στη μέση (οσφή). -
6 бинт
ο επίδεσμ/ος, η γάζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бинт
-
7 перевязать
1. (наложить повязку на рану) επιδένω 2. (обвязать со всех сторон) περιδένω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перевязать
-
8 бинтовать
бинт||оватьнесов ἐπιδένω. -
9 забинтовать
забинтоватьсов, забинтовывать несов ἐπιδένω, περιδένω, φασκιώνω. -
10 накладывать
накладыватьнесов1. (на что-л.) θέτω, βάζω, ἐπιθέτω:\накладывать компресс βάζω κομπρέσσα· \накладывать повязку ἐπιδένω· \накладывать лак βερνικώνω· \накладывать краску μπογιατίζω, χρωματίζω· \накладывать печать βάζω σφραγίδα·2. γεμίζω (наполнять)/ φορτώνω (нагружать)· ◊ \накладывать отпечаток На кого-л., на что́-л. ἀφήνω ἰχνη σέ κάποιον, σέ κάτι. -
11 перевязывать
перевязыватьнесов1. (веревкой и т. п.) δέν,ω·2. (рану) ἐπιδένω·3. (чулки, кофту и т. п.) ξαναπλέκω. -
12 подвязывать
подвязыватьнесов δένω, περιδένω:\подвязывать больну́ю ру́ку ἐπιδένω τό χέρι πού πονάει. -
13 бинтовать
-
14 над...
(надо... κ. надъ...)• πρόθεμα.I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. επαύξηση• επιπρόσθεση, συμπλήρωση π.χ. надвязать, надклеить, надрисовать κλπ., αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επι...»: επιδένω, επικολλώ κλπ.2. λειψή ενέργεια ή επέκταση της ενέργειας όχι σε όλο το αντικείμενο, αλλά στην επιφάνεια του π.χ. надкусить, надломить κλπ.II.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ουσ. και επ. παραπάνω από κάτι• πάνω σε κάτι (επι...): надбровье, надземный κλπ. -
15 повязки
-и θ.1. κεφαλόδεσμος, κεφαλοπάνι.2. περιβραχιόνιο•повязки дежурного περιβραχιόν ιο του εφημερεύοντα.
3. επίδεσμος•положить -у επιδένω•
снимать -у βγάζω τον επίδεσμο.
-
16 подвязать
ρ.σ.μ.δένω από κάτω. || επιδένω•подвязать руку επιόένω το χέρι, περιδένω.
|| δένω, φορώ•подвязать фартук δένω την ποδιά.
ντύνω, φορώ, δένω•подвязать платком δένω το μαντήλι•
подвязать кушаком φορώ το ζωνάρι.
-
17 тампонировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ. βάζω ταμπόν στην πληγή, επιδένω πληγή.
См. также в других словарях:
επιδένω — επιδένω, επέδεσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιδένω — (AM ἐπιδένω και ἐπιδέννω) περιβάλλω με επίδεσμο … Dictionary of Greek
επιδένω — επίδεσα και επέδεσα, επιδέθηκα, επιδεμένος, μτβ., δένω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι με επίδεσμο, το φασκιώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
συνεπιδεσμώ — έω, ΜΑ επιδένω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδεσμῶ «επιδένω»] … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
ανείρω — ἀνείρω (Α) 1. συνάπτω, επιδένω 2. πλέκω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρω (Ι) «συναρμολογώ»] … Dictionary of Greek
ανεπίδετος — η, ο (Α ἀνεπίδετος, ον) αυτός που δεν επιδέθηκε «ανεπίδετα τραύματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιδέω (Ι) «περιβάλλω με επίδεσμο, επιδένω»] … Dictionary of Greek
γυψώνω — (AM γυψῶ, όω) [γύψος] επαλείφω με γύψο νεοελλ. 1. (για κρασί) ρίχνω γύψο στο κρασί για να μην είναι θολό αλλά διαυγές 2. επιδένω με γύψινο επίδεσμο μέλος τού σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή εξάρθρωση, για να διατηρηθεί ακίνητο 3. (για το… … Dictionary of Greek
επιδεσμεύω — ἐπιδεσμεύω (AM) [επίδεσμος] επιδένω … Dictionary of Greek
επιδεσμώ — ἐπιδεσμῶ, έω (AM) [επίδεσμος] επιδένω … Dictionary of Greek